Sing Street
Δουβλίνο 1985: Η Ιρλανδία αντιμετωπίζει οξεία οικονομικά προβλήματα, οι πολίτες φορολογούνται λυσσαλέα, η ανεργία είναι στα ύψη και πολλοί μεταναστεύουν.
Ένα ζευγάρι που πλησιάζει τα 50, στα πρόθυρα διαζυγίου, ο Ρόμπερτ και η Πέννυ, κάνουν περικοπές στον οικογενειακό προυπολογισμό, αποφασίζοντας μεταξύ άλλων τη μετακίνηση των παιδιών τους, από ιδιωτικό σε δημόσιο σχολείο. Τα δυο τους αγόρια, ο μεγαλύτερος Μπρένταν και ο μικρότερος Κόνορ, ακούνε μετά μανίας μουσική. Ο Κόνορ εμφανίζεται στο νέο του σχολείο, αποφασισμένος να δημιουργήσει μια μπάντα. Θα βρει κιθαρίστα,μπασίστα,ντράμερ μέχρι και μάνατζερ Θα ερωτευτεί τη μεγαλύτερη του Ραφίνα, η οποία διακατέχεται από αμφιταλαντευόμενα συναισθήματα για αυτόν και θα του δώσει το καλλιτεχνικό υποκοριστικό “Κόσμο”. Το συγκρότημα ψάχνει το στίγμα του, όπως και τα δύο παιδιά, ο Κόνορ και η Ραφίνα, όπου το ρητό λάθη γονέων παιδεύουσι τέκνα, είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης Τζον Κάρνεϊ, φτιάχνει εδώ, ίσως την καλύτερη του ταινία, συνεχίζοντας να γράφει ιστορίες περί έρωτα και μουσικής( Once, Παρ’το από την Αρχή).
Η φωτογραφία του επενδύει στην μελαγχολία, υπαρκτό σύμπτωμα του ιρλανδικού λαού, ολόκληρη τη δεκαετία του ’80. Την ίδια στιγμή, προβάλλει τον υποκριτικό συντηρητισμό,( ιδίως του εκπαιδευτικού συστήματος), προσπαθώντας να ανακόψει την επιρροή των ινδαλμάτων στη νέα γενιά( ο Κόνορ εμφανίζεται στο σχολείο με ξανθιά τούφα, όπως του Μπόουι και τρώει το ξύλο της αρκούδας). Τα τραύματα και οι δυσάρεστες εκπλήξεις στο ψυχισμό των παιδιών από ένα οικογενειακό περιβάλλον πλήρους αποσύνθεσης, έχουν το ρόλο τους στο έργο, σε κάθε συνάντηση του Κόνορ με τη Ραφίνα, και βεβαίως είναι και αυτοβιογραφικές αναφορές του ίδιου του σκηνοθέτη.
Το έργο θυμίζει τις ταινίες του Λινκλέιτερ,πολύ κοντά επίσης στο « Σχεδόν Διάσημοι» του Κάμερον Κρόου.
Η μουσική έχει μια δαιμονιώδη δυναμική στο έργο, ενσωματωμένη πλήρως στη δεκαετία του ’80, δεν χρειαζόταν από την άλλη να παιχτεί κινηματογραφικά ολόκληρο το soundtrack, ως εκ τούτου ήταν περιττές κάποιες σκηνές, ιδίως προς το τέλος.
Συμμετοχή στο Φεστιβάλ Σαντάνς 2016.