Επιλεγμένες Πρεμιέρες στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 24/3
Αντίο κύριε Χάφμαν (3.5/5)
Η ταινία του Φρεντ Καβαγέ διαδραματίζεται στην Μονμάρτρη, τις πιο σκοτεινές μέρες της σύγχρονής Γαλλικής ιστορίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο όπου η Γαλλία διοικείτο από μια ηγεσία μαριονέτα των Ναζί, την αποκαλούμενη κυβέρνηση «Βισύ», με πρωθυπουργό τον Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν.
Στο Παρίσι, ένας Γαλλοεβραίος κοσμηματοπώλης, με δικό του εργαστήριο, ο κύριος Χάφμαν, αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του υπαλλήλου του, του Φρανσουά για να τον κρύψει την περίοδο του πογκρόμ κατά των εβραίων. Ο Φρανσουά θα αδράξει την ευκαιρία και θα εκβιάσει ποικιλοτρόπως τον κοσμηματοπώλη, φτάνοντας στο σημείο να του ζητήσει να κάνει παιδί στη γυναίκα του ( άτεκνος γαρ) αλλά και να αλλάξουν ρόλους, αναλαμβάνοντας ο υπάλληλος την ιδιοκτησία και ο κύριος Χάφμαν, να κατασκευάζει κοσμήματα και ο Φρανσουά να τα παρουσιάζει σαν δικά του. Η συμπεριφορά του Φρανσουά μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο βίαιη και απέναντι στη γυναίκα του και απέναντι στον κοσμηματοπώλη , έχοντας παράλληλα ανοίξει επαγγελματικές παρτίδες με τους φιλοναζιστές Γάλλους αξιωματικούς.
Πρόκειται για θεατρικό έργο, το οποίο παρουσιάστηκε στο θεατρικό σανίδι του Παρισιού, με ιδιαίτερη επιτυχία.
Είναι εμφανής η επίδραση του θεάτρου στην κινηματογραφική μεταφορά, και από τα περιορισμένα εξωτερικά γυρίσματα και από την σχεδόν ολοκληρωτική χρήση των ίδιων εσωτερικών χώρων, του κοσμηματοπωλείου, του υπογείου που κρύβεται ο κύριος Χάφμαν και της οικείας του ζεύγους,
Το κείμενο ρίχνει το βάρος του στην παρουσίαση ενός κομπλεξικού χαρακτήρα, του Φρανσουά, που χάνει τον έλεγχο και την αξιοπρέπεια του, για να αποδείξει στον εαυτό του και στη γυναίκα του, την Μπλανς( έντονες οι ομοιότητες με την ομώνυμη ηρωίδα του Τένεσι Ουίλιαμς) ότι μπορεί να επιτύχει, αλλά εν τέλει είναι σε όλα ανίκανος και θα αυτοεγκλωβιστεί από τις επιλογές του.
Αντιθέτως, η αξιοπρέπεια του καταδιωκόμενου Εβραίου κοσμηματοπώλη, η ηρεμία και η αφοσίωση του, σε ό,τι αγαπά( δουλειά και οικογένεια), θα τον εξυψώσει, αλλά και η Μπλανς αποδεικνύεται πιο ισχυρή και ηθική, από ότι πίστευε για τον εαυτό της.
Το έργο, δημιουργεί σταδιακά το επιθυμητό σασπένς, αλλά αυτό που το εξυψώνει σε ένα έργο υψηλού βεληνεκούς, είναι οι ηθοποιοί του. Μια τρομερή τετράδα -που αποτελεί την αφρόκρεμα της γαλλικής υποκριτικής παιδείας- με ναυαρχίδα της, τον εξαιρετικό κύριο Χάφμαν, δηλαδή τον Ντανιέλ Οτέιγ, συνεπικουρούμενος από τον Ζιλ Λελούς, την Σάρα Ζιροντό και τον διοικητή, που τον ερμηνεύει ο Νικολάι Κίνσκι.
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (3/5)
Εν μέσω ενός πολέμου στην Ευρώπη που ξύπνησε μνήμες άλλων εποχών, η ταινία ”Η Βασίλισσα της Κυψέλης” έρχεται στις αίθουσες την κατάλληλη στιγμή, για να μας υπενθυμίσει ότι ο πόλεμος αφήνει πάντα πίσω δυστυχία , απώλειες και μεγάλα ανεπίλυτα προσωπικά και οικονομικά δράματα.
Η ιστορία, αφορά μια άλλη περίοδο πολεμικών αναταραχών, μεταξύ 1998-1999 στο Κοσσυφοπέδιο, όπου αναμετρήθηκαν οι Γιουγκοσλάβοι που ήλεγχαν μέχρι τότε την περιοχή, με τον Αλβανικό Απελευθερωτικό Στρατό που είχε και την υποστήριξη του Νάτο.
Σε ένα χωριό του Κοσόβου- όπου η πατριαρχεία καλά κρατεί και ο ρόλος των γυναικών διατηρείται μέσα στο σπίτι- η Φαχριγιέ , έχοντας μείνει άτυπα χήρα, με τον άντρα της να είναι αγνοούμενος στο μέτωπο του πολέμου, αποφασίζει να ανοίξει μια αγροτική επιχείρηση, πουλώντας μέλι.
Η καχυποψία και η απροθυμία των κατοίκων είναι δεδομένη. Μια γυναίκα σε ρόλο άντρα, είναι για την περιοχή κάτι ασυνήθιστο και καταδικαστέο. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι τόσο ισχυρό για την Φαχριγιέ , που θα κάνει τα πάντα για να ζήσει.
Το έργο σκηνοθετείται- διόλου τυχαία- από γυναίκα, από την Μπλέρτα Μπασόλι . και με μια οξυδερκή –ρεαλιστική αποτύπωση, η Μπασόλι, δημιουργεί το πορτραίτο όσων αγωνίζονται να ξεπεράσουν τον θρήνο, τα δεινά του πολέμου και τις μεσαιωνικές αντιλήψεις.
Καθοδηγεί την κάμερα, βήμα- βήμα, πλάι στην δυναμική της ηρωίδας ( είναι εξαιρετική η Yllka Gash) και υπάρχουν ισχυρές στιγμές με τα διλήμματα να εναλλάσσονται σε αποφάσεις και σε ρίσκα.
Τελικά, η νεαρή ηρωίδα δεν είναι μόνη της, εμφανίζονται πρόσωπα έτοιμα να βοηθήσουν και να την στηρίξουν, αλλά το αποτύπωμα του πολέμου, η φτώχεια και η εξαθλίωση, εξακολουθούν να είναι εμπόδια ανυπέρβλητα.
Τελευταίο Ταξίδι (2.5/5)
«Ξεκίνησα για την Ιαπωνία, ξέροντας μονάχα δυο γιαπωνέζικες λέξεις για να συνεννοηθώ μαζί της: «Σακουρά», που θα πει: Άνθος της κερασιάς, και «Κοκορό», που θα πει: Καρδιά. Ποιός ξέρει! έλεγα με το νου μου, μπορεί οι δυο αυτές, απλότατες λέξεις να φτάνουν.
Η Ιαπωνία είταν η γκέισα των εθνών. Χαμογελούσε απάνω στα μακρινά νερά όλο ηδονή και μυστήριο.»
Το ταξίδι του Νίκου Καζαντζάκη στην Ιαπωνία το 1935 και τα απομνημονεύματα του, όπως αποτυπώνονται στο βιβλίο “Ταξιδεύοντας- Ιαπωνία, Κίνα”, μετουσιώνονται σε μια αντανάκλαση της σύγχρονης Ιαπωνίας, μέσα από την αφήγηση των καταγεγραμμένων λόγων του συγγραφέα, με τη φωνή των Γιάννη Αγγελάκα- Όλιας Λαζαρίδου.
Ο εμπνευστής και δημιουργός του ντοκιμαντέρ, ο Άρης Χατζηστεφάνου, αναγάγει την Ασιατική χώρα, ως το Ά και το Ω του ντοκιμαντέρ.
Παραμένει εστιασμένος στη μορφή που έχει σήμερα η Ιαπωνία , δυτικότροπη και καπιταλιστικά ανεπτυγμένη, με τα γραπτά του Καζαντζάκη να μην τροφοδοτούν το σήμερα αλλά αναμνήσεις- μιας επίσκεψης του- που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’30 αλλά και μιας δεύτερης τη δεκαετία του ’50 , όπου κυριαρχούσε η αρχέγονη παράδοση της Ασίας κι όχι ο μοντερνισμός της Δύσης, τον οποίο υιοθέτησαν οι Ιάπωνες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Άρης Χατζηστεφάνου, συνδέει τα απομνημονεύματα του Νίκο Καζαντζάκη με ένα οπτικό υλικό όπου κυριαρχεί μια άλλη εικόνα της Ιαπωνίας από αυτήν που μας διηγούνται οι δύο αφηγητές.
Η σύνδεση της ρομαντικής –αυθεντικής Ιαπωνίας που γνώρισε ο Καζαντζάκης σε επίπεδο λόγου και η βιομηχανοποιημένη- απρόσωπη “ασπρόμαυρη” Ιαπωνία του τώρα, στο επίπεδο της εικόνας, δεν συνδέεται πάντα με επιτυχία, δημιουργώντας μια αποσυνδεδεμένη σχέση του τι ακούμε και του τι βλέπουμε.