Μπενεντέτα
Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
«Το Χόλιγουντ φοβάται το σεξ»
Πολ Βερχόφεν
Στην στέπα του κινηματογράφου, οι παραγωγοί αρνούνται ότ το φοβούνται… το σεξ, αλλά η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τον Ολλανδό σκηνοθέτη. Το 1991, ο Βερχόφεν, προσπάθησε να πείσει τον ιδρυτή της Carolco Pictures, Μάριο Κασάρ, να αποδεχτεί τολμηρότερες ερωτικές σκηνές, ανάμεσα στην Σάρον Στόουν και στον Μάικλ Ντάγκλας ( για το «Βασικό Ένστικτο»).
Ο Κασάρ του είπε « περισσότερο σεξ, δηλαδή λιγότερα έσοδα. Η απάντηση είναι όχι».
Επίσης, είναι άγνωστο, εάν η Σάρον Στόουν θα έλεγε «ναι». Αρκεί να θυμηθούμε, πως κατά την ιδιωτική πρώτη προβολή της ταινίας, η αμερικανίδα ηθοποιός, χαστούκισε τον Βερχόφεν, για το γνωστό πλάνο που σταυρώνει- ξεσταυρώνει τα πόδια της και αποκαλύπτεται η απουσία εσωρούχου, ενώ είχε πάρει διαβεβαιώσεις ότι θα ήταν το πλάνο πιο σκοτεινό.
Ο Βερχόφεν, όταν ήταν 78 ετών( το 2016), σκηνοθέτησε στην πιο ανεκτική-ερωτικά-Γαλλία την Ιζαμπέλ Ιπέρ, σε μια ιστορία όπου μια γυναίκα εκδικείται τον άνθρωπο που την έχει βιάσει( Εκείνη).
Ενώ τώρα, πέντε χρόνια αργότερα, πάλι σε ευρωπαϊκό έδαφος, μεταφέρει κινηματογραφικά τη ζωή της ιταλίδας μοναχής του 16ου-17ου αιώνα Μπενεντέτα Καρλίνι.
Η Μπενεντέτα, σε ηλικία 9 ετών, αφήνεται από τον πατέρα της στο μοναστήρι και πολύ αργότερα θα γίνει ηγουμένη.
Οράματα προφητικά με τον Ιησού Χριστό και ανεξήγητα σημάδια στο σώμα της, ερμηνεύτηκαν μεταφυσικά και την οδήγησαν στη θέση της ηγουμένης. Οι κρυφές ερωτικές σχέσεις της με μοναχές( στην ταινία βλέπουμε περιπτύξεις μόνο με την Βαρθολομέα), αλλά και η αίσθηση ότι ήταν τσαρλατάνισσα, αποκαθήλωσαν τη φήμη της.
Ο Βερχόφεν, καθοδηγεί με μαεστρία την Βιρζινί Εφιρά( Μπενεντέτα), την Δάφνη Πατακιά (Βαρθολομέα), την Ηγουμένη (Σαρλότ Ραμπλινγκ), αλλά και τους υπόλοιπους υποστηρικτικούς χαρακτήρες.
Ο βετεράνος δημιουργός, κρατάει πολλά από τα βιογραφικά στοιχεία του βιβλίου «Άσεμνες Πράξεις: Η Ζωή μιας Λεσβίας Μοναχής στην Αναγεννησιακή Ιταλία» βάζει και δικά του και συνθέτει αρμονικά τις αδηφάγες εξουσιαστικές σχέσεις εντός της Μονής , με την υποκρισία του Καθολικού Κλήρου -που τότε βρισκόταν σε βαθιά κρίση- και με το σεξ, το οποίο για τον Βερχόφεν είναι ανθρώπινη ανάγκη, είναι « ευλογία»- να το πούμε με χριστιανικό όρο- αλλά μπορεί να μετατραπεί και σε μέσον χειραγώγησης και προσωπικών κινήτρων.
Η σεναριακή και σκηνοθετική οπτική, αρχικά διαχωρίζει τις έριδες για την εξουσία εντός της Μονής από το σεξουαλικό κομμάτι της ερωτικής επιθυμίας, αλλά ο Βερχόφεν είναι τόσο γάτα, ούτως ώστε, το φετιχιστικό παιχνίδι ερωτικών ρόλων, να το ενσωματώσει και στο παιχνίδι εξουσίας, αλλά και στο ψυχολογικό πεδίο, μιας ναρκισσιστικής προσωπικότητας, που επιθυμεί να κυριαρχεί ποικιλοτρόπως, να μην αποδέχεται την ήττα, να χειραγωγεί, να ικανοποιείται σεξουαλικά, αλλά και να μην της καίγεται καρφί για το αντίθετο.
Ο Βερχόφεν, βάζει ξανά στο προσκήνιο ( όπως και στο «Βασικό Ένστικτο»), τη δύναμη που ασκεί το σεξ σε όλους τους χώρους και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και το πως, ένα πρόσωπο που ασκεί γοητεία, μπορεί να επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού αλλά και να τους χάσει. Στο «Βασικό Ένστικτο», η κεντρική ηρωίδα, η Κάθριν Τραμέλ κέρδισε, γιατί διέφυγε της σύλληψης, εδώ η Μπενεντέτα έχασε.
Ένα αγαλματένιο ομοίωμα της Παναγιάς, χρησιμοποιήθηκε στην »Μπενεντέτα» ως σεξουαλικό βοήθημα.
Στο Χόλιγουντ, σίγουρα μια ανάλογη σκηνή, θα είχε κοπεί. Ο Βερχόφεν-ξεκάθαρα- παίρνει θέση για τα ζητήματα πίστης, εξουσίας, φιλοδοξιών και του σεξ, σαν του κυρίαρχου μέσου των πάντων.