Νουβέλ Βαγκ

Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, ο σκηνοθέτης της τριλογίας Before, αφήνει τα ρομαντικά του ταξίδια για να στραφεί προς κάτι πιο «γαλλικό»: τη Νουβέλ Βαγκ. Η νέα του ταινία, μοιάζει όμως να απευθύνεται σε ένα στενό κύκλο κινηματογραφόφιλων, χωρίς να είναι βέβαιο πως θα τους κερδίσει. Παρότι επιχειρεί να αναδείξει το επαναστατικό πνεύμα του κινήματος που άλλαξε το σινεμά τη δεκαετία του ’60, τελικά εγκλωβίζεται σε μια υπερβολικά σχολαστική και φορτωμένη φόρμα.
Ο Λινκλέιτερ αναπαριστά το Παρίσι του 1959 με ασπρόμαυρα πλάνα, ρετρό τίτλους και ατελείωτες αναφορές στους Τριφώ, Ρομέρ, Σαμπρόλ και Ριβέτ. Στο κέντρο βρίσκεται ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Γκιγιόμ Μαρμπέκ), πάντα με τα χαρακτηριστικά γυαλιά και το τσιγάρο, να κυνηγά τον Μπελμοντό, να πείθει την Τζιν Σίμπεργκ και να συγκρούεται με παραγωγούς. Ως εδώ, το εγχείρημα έχει γοητεία. Στη συνέχεια όμως, η ταινία βυθίζεται σε λεπτομέρειες. Τι συμβουλές έδωσε ο Ροσελίνι στον Γκοντάρ, πώς σχολίασε ο Μπρεσόν, πώς γύριζε ο Πρέμινγκερ. Η αφήγηση κουράζει και η φόρμα της γίνεται δυσλειτουργική.
Η Νουβέλ Βαγκ υπήρξε μια έκρηξη ελευθερίας, ένα ρεύμα που απελευθέρωσε τη γλώσσα του κινηματογράφου. Ο Λινκλέιτερ φαίνεται να τη θαυμάζει, αλλά όχι να τη βιώνει. Επιλέγει τη σχολαστική αναπαράσταση αντί για τη ριζοσπαστική ανάπλαση. Έτσι, το πάθος της πρωτοπορίας μετατρέπεται σε μάθημα σινεφιλίας, και η ταινία, παρά τις προθέσεις της, βαραίνει πολύ νωρίς.
Νουβέλ Βαγκ από την Πέμπτη 30/10 στους κινηματογράφους


