Νυρεμβέργη

Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Ταινία που με το ένα πόδι πατά στην Ιστορία και με το άλλο στην ψυχολογία των Ναζί, χωρίς όμως να βρίσκει σταθερό έδαφος. Η εύπεπτη χολιγουντιανή ματιά τελικά κυριαρχεί, παρά την έξυπνη ιδέα να ενταχθούν στην αφήγηση και αυθεντικές εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή η προσπάθεια του σκηνοθέτη Τζέιμς Βάντερμπιλτ να επιρρίψει ευθύνες και στην αμερικανική αλαζονεία. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν είναι επιτυχημένο.
Ο Ράμι Μάλεκ υποδύεται τον στρατιωτικό ψυχίατρο Ντάγκλας Κέλι (υπαρκτό πρόσωπο), ο οποίος κλήθηκε να εξετάσει τους πρωτεργάτες του ναζισμού πριν από τις Δίκες της Νυρεμβέργης. Ανάμεσά τους βρίσκεται το δεξί χέρι του Χίτλερ, ο Χέρμαν Γκέρινγκ (Ράσελ Κρόου), αλαζόνας, χαρισματικός και συνάμα αινιγματικός. Ο χαρακτήρας του μετατρέπεται σε καθρέφτη της ηθικής σύγχυσης του ίδιου του ψυχιάτρου.
Στο πλευρό τους, ο Μάικλ Σάνον ως Ρόμπερτ Τζάκσον, ο Αμερικανός εισαγγελέας που, από τη μια, δεν επιθυμεί να καταδικαστούν οι πρωτεργάτες του ναζισμού χωρίς δίκαιη διαδικασία, ενώ, από την άλλη, ζητά από τον νεαρό ψυχίατρο να του μεταφέρει πληροφορίες από τις προσωπικές του συναντήσεις με τον Γκέρινγκ.
Ο Βάντερμπιλτ βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, δεν αντιστέκεται όμως στη γοητεία του σύγχρονου Χόλιγουντ και της μυθοπλασίας , κι εκεί ακριβώς χάνει το στίγμα του. Ένα τόσο καίριο θέμα, που συνεχίζει να μας απασχολεί ογδόντα χρόνια μετά, θα άξιζε μια προσέγγιση πιο απελευθερωμένη από τα στεγανά του εμπορικού κινηματογράφου. Ίσως μια ματιά πιο κοντά στην «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, η οποία, παρότι αντιεμπορική, κατέγραψε έξυπνα , σαρκαστικά και αιχμηρά υπηρέτες του Χίτλερ να εξοντώνουν ενώ στην προσωπική τους ζωή περνάνε φίνα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιφανειακής προσέγγισης του Βάντερμπιλτ είναι η σχέση Κέλι–Γκέρινγκ, που αρχικά μοιάζει με ψυχολογικό μπρα-ντε-φερ, αλλά η σκηνοθεσία την υποβαθμίζει σε σχεδόν προσωπική κόντρα. Στη σκηνή της πρώτης ημέρας της δίκης, ο ψυχίατρος ξεσπά θεωρώντας πως ο Γκέρινγκ τον πρόδωσε, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος έχει ήδη προδώσει την εμπιστοσύνη του, παραδίδοντας πληροφορίες στον Τζάκσον. Η ηθική αυτή αντιστροφή θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα μιας συναρπαστικής αφήγησης, όμως μένει στην επιφάνεια, θυμίζοντας την εμβληματική ατάκα του Τομ Κρουζ προς τον Τζακ Νίκολσον, «I want the truth», από την ταινία A Few Good Men.
Πιο πειστικές είναι οι σκηνές με τη γυναίκα και την κόρη του Γκέρινγκ, όπου ο Μάλεκ αφήνει πίσω τη θεωρία και πλησιάζει τον άνθρωπο. Η χρήση αυθεντικού υλικού από τη δίκη και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσθέτει ρεαλισμό, όμως το πολιτικό σχόλιο για την αμερικανική υποκρισία (και τη ρίψη της ατομικής βόμβας) παραμένει ημιτελές. Ο Κρόου κυριαρχεί, ο Σάνον ισορροπεί, ενώ ο Μάλεκ δυσκολεύεται.
Νυρεμβέργη από την Πέμπτη 13/11 στους κινηματογράφους






