01
ΜΑΡΤΙΟΥ
2024
screeneye.gr
No Comments 123 Views

West Side Story

westpcorposter

west1

Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης

Ιστορικοί και θεωρητικοί του σινεμά , κριτικοί αλλά και ρομαντικοί παραγωγοί της 7ης τέχνης, μετ’ επιτάσεως ζητούν από τους φιλόδοξους νέους σκηνοθέτες, να το ξεχάσουν. Είναι ιεροσυλία, απαντούν. Και συνεχίζουν.

Οι νέοι, να βγάλουν από το μυαλό τους την ιδέα, ότι θα μπορούσε να πέσει στα χέρια τους «Ο Πολίτης Κέιν», τo «Όσα Παίρνει ο Άνεμος »και δεκάδες άλλες ταινίες- που καθόρισαν την εξέλιξη του μέσου.

Τι θέλουν; Να τις φρεσκάρουν; Nα τις φέρουν στο σήμερα; Υπάρχει λόγος;

Το «φρένο», έγκειται στο γεγονός, ότι σε ένα μέρος της κινηματογραφικής βιομηχανίας, επικρατεί ο άτυπος νόμος μιας ηθικής υποχρέωσης, ο οποίος λέει « Σεβασμός στην Ιστορία». Σεβασμός στους κλασικούς δημιουργούς, σεβασμός και στις ταινίες που τα είπαν όλα, που είναι διαχρονικές και δεν υπάρχει τίποτα άλλο να λεχθεί.
Το μιούζικαλ « West Side Story» άραγε θεωρείται κλασικό; Ατόφιο στο πέρασμα του χρόνου;
Η ιστορία είναι οικεία, θυμίζει Ρωμαίο και Ιουλιέτα, όμως η μουσική είναι χάρμα ώτων.
Η έμπνευση ανήκει στον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Το έργο διαδραματίζεται στην Νέα Υόρκη, περίπου τριάντα χρόνια μετά το οικονομικό κραχ του ’29 . Τότε, οι Αμερικανοί είχαν ήδη αρχίσει να ορθοποδούν. Ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων της υποβαθμισμένης Δυτικής Πλευράς, μετακινήθηκε σε προάστια αναβαθμισμένα. Στην περιοχή, παρέμειναν αρκετοί Αφροαμερικανοί αλλά και μετανάστες από την Καραϊβική.
Δύο ομάδες εφήβων, μία  με καταγωγή  από το Πουέρτο Ρίκο και μία  λευκών Αμερικανών, συγκρούονται για τον έλεγχο της περιοχής. Ο πολωνικής καταγωγής Τόνι ( μέλος των γιάνκηδων), ερωτεύεται την Μαρία, δηλαδή την αδελφή του Πορτορικανού γκάνγκστερ Μπερνάρντο, και η κόντρα των δύο συμμοριών,  μετατρέπεται σε μάχη μέχρι εσχάτων.
Το « μετά βαΐων και κλάδων» ανέβασμα του μιούζικαλ στο θεατρικό πλατώ του   Μπρόντγουεϊ ( 1957), δεν αποκόμισε μονάχα θριαμβευτικά σχόλια, μα και ένα καλοπληρωμένο  συμβόλαιο για τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουάιζ αλλά και τον χορογράφο Τζερόμ Ρόμπινς , που επιλέχθηκαν να μεταφέρουν το « West Side Story» στην μεγάλη οθόνη.
Η ταινία του 1961, κέρδισε 10 Όσκαρ.
Εντούτοις, η ταινία δημιουργήθηκε μετά κόπων και βασάνων, εξαιτίας ενός έντονου διαπληκτισμού, μεταξύ των δύο συν-σκηνοθετών και την αποχώρηση από το έργο, του χορογράφου Ρόμπινς.
Συν τοις άλλοις, ο Κώδικας Παραγωγής και Δεοντολογίας του Χόλιγουντ, απέρριπτε και την αμυδρή υπόνοια να εμφανιστούν οι Αμερικανοί, ολίγον ρατσιστές. Επίσης, στο Χόλιγουντ επικρατούσαν προκαταλήψεις για το χρώμα του δέρματος, οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο, στο να αναζητηθούν λευκοί ηθοποιοί, ακόμη και για τους ρόλους των Πορτορικανών, με μία και μοναδική εξαίρεση, την επιλογή σε –δευτερεύοντα- ρόλο ( Ανίτα) της Ρίτα Μορένο, η οποία εμφανίζεται και στην προσαρμογή του 2021.
Κλείνοντας  το κεφάλαιο της παρελθοντολογίας, το συμπέρασμα που προκύπτει για την ταινία του 1961, είναι η τάση περιορισμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που είχε αντίκτυπο στο ίδιο το έργο και στη δυναμική του –ίσως-για να θεωρηθεί λιγότερο κλασικό από κάποια  άλλα, και ίσως να δικαιολογείται η φρέσκια ματιά.
Το γεγονός, ότι τα δικαιώματα της δεύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς, δεν δίνονται σε εκπρόσωπο της νέας γενιάς, αλλά σε έναν από τους βετεράνους σκηνοθέτες της Αμερικής, όπως είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αποδεικνύεται ότι οι ταινίες που χρειάζονται ειδική μεταχείριση, παραχωρούνται στους δημιουργούς με περγαμηνές και ισχυρό καλλιτεχνικό εκτόπισμα.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ , στην νέα εποχή με τους Δημοκρατικούς στην εξουσία, είναι περισσότερο ελεύθερος από τα « πρέπει» και «μη», που είχαν υποστεί οι δύο προκάτοχοί του, τη δεκαετία του ’60. Παρά το γεγονός, πως και τότε Δημοκρατικοί διοικούσαν… μα όχι το Χόλιγουντ.
Ο Σπίλμπεργκ « διαβάζει» την ιστορία -αλλά και τις παρτιτούρες του Μπερνστάιν- έχοντας στο μυαλό του, την εξέλιξη της Αμερικής μέσα στα χρόνια, ωστόσο το έργο διαδραματίζεται- όπως και το πρωτότυπο- στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Πλέον, το χρώμα του δέρματος  δεν υφίσταται λογοκρισία και ο σκηνοθέτης αποφασίζει το καστ ελεύθερα.
Ο Σπίλμπεργκ, περιορίζει το  μακρόσυρτο πανοραμικό πλάνο διαρκείας από την Νέα Υόρκη (όπως το είδαμε στην ταινία του ’61) και μας εισάγει άμεσα στις σκηνές νεανικής παραβατικότητας. Αποφεύγει να παρουσιάσει τη βία, απαλή και ισορροπημένη, ούτε η βία υπονοείται, ούτε βεβαίως αμυδρά προβάλλεται. Προβάλλεται ξεκάθαρα και στην έναρξη και σε διάφορα κομμάτια της ιστορίας. Καθρεφτίζεται με σαφήνεια η Αμερική, όπως την αντιλήφθηκε ο Μπερνστάιν. O Σπίλμπεργκ δημιουργεί προσλαμβάνουσες εικόνες, από το παρελθόν και από το παρόν της Αμερικής. Στο πρόσωπο του ντετέκτιβ Lieutenant Schrank (Κόρεϊ Στολ), εμφανίζονται επιθετικά, ξενοφοβικά, ρατσιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία στην ταινία  ερμηνεύουν -αλλά δεν δικαιολογούν- την κατάχρηση εξουσίας από το αστυνομικό σώμα. Διαπερνάει επίσης έμμεσα,  η αντίληψη , για το  ” America First” , όπως αποτυπώθηκε-πρόσφατα- και σε πολιτικό σλόγκαν.
Στο τεχνικό μέρος, ο ρυθμός είναι φρενήρης. Τα πάντα και οι πάντες κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα, ενώ πολλά κομμάτια του παζλ, λειτουργούν συγχρονισμένα και σωστά, όπως επί παραδείγματι, ότι το κάθε καρέ  έχει και μια ιδιαιτερότητα. Σχεδόν, τίποτα δεν επαναλαμβάνεται δύο φορές και το σκηνικό, είναι προσεγμένο στην εντέλεια. Επί παραδείγματι, το πλούσιο ξύλινο δωμάτιο, όπου μένει η Βαλεντίνα ( Μορένο), με τα βιβλία, τα ρολόγια, την κινούμενη σκάλα, είναι μοναδικής αισθητικής.
Οι λεπτές αντανακλάσεις από τις πολυκατοικίες, τα αυτοκίνητα, ακόμη και τα απλωμένα ρούχα, μεταφέρουν την εντύπωση, ότι βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’50, υπάρχουν όμως άλλες στιγμές που δεν είναι τόσο επιτυχημένη η αποτύπωση της εποχής.
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, ενώ προσφέρει οπτική συνοχή- στηριζόμενος και στις εκπληκτικές μουσικές συνθέσεις του Μπερνστάιν -τις οποίες βεβαίως τοποθετεί εύστοχα στις διάφορες σκηνές- σκεπάζει με την σκηνοθεσία του, τους ηθοποιούς του. Αφαιρεί τη δυνατότητα, πέρα από τα μπαλέτα και τις κινήσεις στο χώρο, να ξεδιπλώσουν εσωτερικά χαρακτηριστικά, δηλαδή σκέψεις, επιθυμίες, αντιφάσεις. Λείπει η ψυχολογική διάσταση στους χαρακτήρες, με δύο εξαιρέσεις, τους φανατικούς γκάνγκστερς   των δυο στρατοπέδων ( , οι οποίοι  έδειξαν ότι διαθέτουν δυνατότητες αυτονόμησης, από τον χειμαρρώδη και επιβλητικό ρυθμό του Σπίλμπεργκ, ο χορευτής και ηθοποιός Ντέιβιντ Αλβάρεζ ( Μπερνάρντο) και ο ηθοποιός Μάικ Φέιστ ως ο Ριφ ).

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Άνσελ Έλγκορτ-  Ρέιτσελ Ζίγκλερ,  υποδύθηκαν μέσα σε τυπικό-φορμαλιστικό πλαίσιο τους κεντρικούς ρόλους , ενώ κάπως ξεχώρισε η   Αριάνα ΝτεΜπόουζ, ως η Ανίτα.
Πάρα ταύτα, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, προσφέρει την καλύτερη του ταινία, εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον. Μια ταινία, που αν αγνοούσαμε το ποιος ήταν ο σκηνοθέτης της, ίσως στοιχηματίζαμε ότι είναι δημιούργημα της νέας γενιάς σκηνοθετών. Και όμως, είναι  του 75 χρόνου  Σπίλμπεργκ, που εξακολουθεί να  χορεύει στους ρυθμούς της νιότης.

Από την Πέμπτη 9/12 στις αίθουσες

RELATED ARTICLES

Επικοινωνία
Γενικό e-mail επικοινωνίας screeneyefilm@gmail.com Για αποστολή δελτίων τύπου κινηματογραφικών εκδηλώσεων cine-events@screeneye.net
Εγγραφείτε στο Newsletter μας
Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας για να μαθένετε πρώτοι τα τελευταία νέα μας!

Back to Top