Η Ζωή Συνεχίζεται
Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Η ποιότητα του σκηνοθέτη Μάικ Μιλς, βρίσκεται πρωτίστως στον χαρακτήρα του-όπως ισχυρίζονται φίλοι και συνεργάτες του-η οποία αποτυπώνεται και στις ταινίες του. Αναμετριέται συχνά με την κατάθλιψη, κουβαλάει και μια μελαγχολία.
Στο σινεμά του, το προσωπικό στοιχείο είναι εμφανές. Ήταν εμφανές, σε μια ταινία αφιερωμένη στην μητέρα του ( 20th Century Women), ήταν εμφανές και στο αυτοβιογραφικό του έργο «Beginners» ( αφιερωμένο στον πατέρα του), με τον κεντρικό ήρωα να συνθλίβεται ψυχικά από ένα οικογενειακό μυστικό, ο πρωταγωνιστής του δε (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ), αναζητούσε τον έρωτα και την προσωπική ευτυχία.
Ο ηθοποιός Χοακίν Φίνιξ, μετά τον απόλυτο έπαινο στην ταινία «Joker» και με το Όσκαρ ανά χείρας, είπε το «ναι» στον όχι και τόσο διάσημο Μάικ Μιλς, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο χαμηλού προϋπολογισμού έργο «C’mon C’mon» ( Έλα Έλα).
Για τον Μάικ Μιλς, η εγκατάλειψη είναι ο χειρότερος εχθρός των παιδιών που την έχουν υποστεί, όπως την έχει υποστεί κι ο ίδιος.
Στην νέα του ασπρόμαυρη-σκοπίμως-ταινία, ένα έφηβο αγόρι, αντιμετωπίζει μια άλλου είδους εγκατάλειψη. Ο πατέρας του νεαρού παιδιού, πάσχει από βαριά ψυχική νόσο. Νοσηλεύεται σε κλινική και η μητέρα του αγοριού, για ένα διάστημα, θα βρεθεί δίπλα στον σύντροφό της. Την επιμέλεια του παιδιού-προσωρινά- θα την αναλάβει ο θείος του, ένας δημοσιογράφος των ερτζιανών του Ντιτρόιτ, ο οποίος καταπιάνεται με μια έρευνα για τις προσδοκίες των παιδιών, σχετικά με το μέλλον τους και το πώς θα ήθελαν να είναι ο κόσμος και πως τον ονειρεύονται. Επισκέπτεται διάφορες πολιτείες και συνομιλεί μαζί τους.
Ο θείος και το νεαρό αγόρι, για χάρη του ρεπορτάζ, ταξιδεύουν μαζί, σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία, γνωριμίας και μιας μεταξύ τους άγνωστης κατάληξης .
Εκεί δοκιμάζονται οι αντοχές τους, εκεί ο θείος, ανακαλύπτει πως « για να κατανοήσεις τα παιδιά πρέπει να ζήσεις μαζί τους». Παράλληλα, τον κεντρικό ήρωα ( Χοακίν Φίνιξ) τον βασανίζουν μνήμες από το παρελθόν, πρώτον από τη μητρική φιγούρα, δεύτερον, από μια γυναίκα που τον έχει αφήσει.
Και στην νέα ταινία του Μάικ Μιλς, η ανατομία της προσωπικής μελαγχολίας είναι παρούσα, όπως επίσης και η διερεύνηση, εάν στο μέλλον τα παιδιά, θα μπορούν να μεγαλώνουν σε καλύτερες οικογενειακές-κοινωνικές συνθήκες.
Η ταινία ξεκινά υποτονικά, συνεχίζει με την περιρρέουσα θλίψη της αμερικανικής οικογένειας να κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα , με τη λογική « όλα είναι χάλια». Ολοκληρώνεται όμως διαφορετικά, κάπως αισιόδοξα, με τα παιδιά στο προσκήνιο, σε φόρμα ντοκιμαντερίστικης αισθητικής.
Ο ρυθμός της ταινίας, παραμένει όμως νωχελικός καθ όλη τη διάρκεια του έργου, Απουσιάζουν οι ουσιαστικές εκρήξεις, η προσωρινή–έστω-θραύση της μονοτονίας, που είναι υπαρκτή στη ζωή. Τίποτα δεν είναι πάντα το ίδιο. Είναι και αναγκαία -η θραύση- και στο γλωσσάρι του σινεμά.
Η «φωνή» του Μιλς και η αλήθεια όσων καταθέτει, αποτυπώνονται ξεκάθαρα από τις τρεις ισχυρές ερμηνείες, του Φίνιξ, της Γκάμπι Χόφμαν, μα και από τον εξίσου σημαντικό -αν και εμφανίζεται φευγαλέα- ρόλο του Σκοτ ΜακΝέρι( πατέρας). Τρία πρόσωπα εγκλωβισμένα σε ψυχολογικές διαταραχές, περισσότερο ή λιγότερο σοβαρές αλλά και ένα παιδί( Γούντι Νόρμαν), που κινδυνεύει να μην μπορεί να απεμπολήσει στο μέλλον, το κάπως δυσλειτουργικό οικογενειακό πλαίσιο. Ο Μάικ Μιλς βλέπει ξανά, ένα κομμάτι του δικού του εαυτού.
Από την Πέμπτη 9/12 στις αίθουσες