Τα Θαύματα
Δράμα, 110′, Ιταλία 2014
Πρωτότυπος Τίτλος: Le meraviglie/The Wonders
Γλώσσα: Ιταλικά/Γαλλικά/ Γερμανικά
Της Άλις Ρορβάχερ
Με τους Άλμπα Ρορβάχερ, Μαρία Αλεξάντρα Λούνγκου, Μόνικα Μπελούτσι, Σαμ Λούγουικ, Σαμπίνε Τιμοτέο
«Τα Θαύματα» είναι η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας της Άλις Ρορβάχερ, η οποία απέσπασε το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες.
Το έργο έχει σαν κεντρική ηρωίδα την Τζελσομίνα, που μεγαλώνει στην Ιταλική επαρχεία μαζί με τις τρεις αδερφές της, βοηθώντας τον πατέρας της (Βολφγκανγκ) που εργάζεται ως μελισσοκόμος. Η Τζελσομίνα τυχαία θα παρακολουθήσει τα γυρίσματα ενός διαφημιστικού για ένα διαγωνισμό της πιο παραδοσιακής οικογένειας με όνομα «Τα θαύματα της εξοχής» και θα προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα της να λάβουν μέρος. Στο μεταξύ ο Βόλφγκανγκ θα ενσωματώσει στην οικογένεια ένα μουγκό παιδί με παραβατική συμπεριφορά για να τον βοηθήσει στη μελισσοκομία και να βελτιώσει την ψυχοσύνθεση του αγοριού.
«Τα Θαύματα» είναι μια ιστορία για την εφηβεία, ενός κοριτσιού που λόγω των σκληρών συνθηκών διαβίωσης, ζει μεταξύ ώριμων ευθυνών και παιδικής ανεμελιάς. Η Τζελσομίνα στηρίζει τις αδερφές της και τον πατέρα της σε σκηνές που φαντάζουν επικίνδυνες ή κουραστικές. Από την άλλη μεριά η επιθυμία της να διαφύγει σε έναν παραμυθένιο κόσμο γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσω του διαγωνισμού αλλά και σκηνών ελαφράδας, όπως όταν χορεύει με την αδερφή της, ή σκηνών που αναδεικνύουν την παιδική φαντασία, παίζοντας με το φως και δίνοντάς του άλλη διάσταση.
Αυτή η αμφισημία της Τζελσομίνα οδηγεί και την ατμόσφαιρα της ταινίας. Η Ρορβάχερ βρίσκεται με το ένα πόδι στην ωμή πραγματικότητα και με το άλλο μεταπλάθει το γήινο σε ονειρικό. Ο διαγωνισμός καταλήγει να μοιάζει σαν μια κακόγουστη και επίπλαστη αποφυγή της πραγματικότητας σε σχέση με τη μαγεία που αποπνέει η ίδια η Τζελσομίνα βγάζοντας μέλισσες από το στόμα της.
«Τα Θαύματα» συγχρόνως πραγματεύονται το δίπολο ανάπτυξη-φύση. Ο ρόλος του πατέρα σε αυτή τη συγκρουσιακή σχέση είναι καταλυτικός. Αρνείται πεισματικά να λάβει μέρος στο διαγωνισμό και προτιμά την απομόνωση ενώ κοιμάται έξω στη φύση και απεχθάνεται τους κυνηγούς. Η υπόσχεσή του να κάνει δώρο στην Τζελσομίνα μια καμήλα δείχνει ίσως περισσότερο το δέσιμο του ίδιου με τη γη και λιγότερο το συναισθηματικό του δέσιμο με την κόρη του. Όταν τελικά θα αναφωνήσει μέσα σε μουρμουρητά ότι έρχεται το τέλος του κόσμου, φαντάζει τόσο εκτός κλίματος που γελοιοποιείται ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει την αγωνία του και τα συναισθήματά του για έναν τρόπο ζωής που χάνεται και μεταλλάσσεται. Και η Ρορβάχερ, σκύβει με τρυφερότητα στο παλιό, το ξεχασμένο κινηματογραφώντας με super 16 χιλιοστά, και όχι με ψηφιακή κάμερα, σαν ένας άλλος Βολφγκανγκ.
Το γεγονός ότι η ταινία κινείται κυρίως γύρω από την Τζελσομίνα όμως έχει σαν αποτέλεσμα να αφήνονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες ελλιπείς από τη στιγμή που λειτουργούν συμπληρωματικά ή αντιθετικά με την πρωταγωνίστρια ή εξυπηρετούν μια συγκεκριμένη διαλεκτική στη θεματολογία. Η Ρορβάχερ δίνει έμφαση στην ατμόσφαιρα και όχι τόσο στο να κλείσει τρύπες στους χαρακτήρες. Έτσι πολλές φορές ο θεατής μένει με αναπάντητα ερωτηματικά και αποκομμένο συναίσθημα.
Παραβλέποντας τα ψυχογραφικά κενά, «Τα Θαύματα» υιοθετούν νεορεαλιστικά στοιχεία και δημιουργούν στο θεατή μια σχέση έλξης-απώθησης, συνδυάζοντας την αποπνικτική όψη των προβλημάτων μιας καθημερινότητας μακρινής από τον αστικό κόσμο αλλά και τη σαγηνευτική επαφή με το φυσικό τοπίο. Η ταινία δεν αποτελεί ένα κινηματογραφικό θαύμα, και σίγουρα δεν αγγίζει ούτε εικαστικά ούτε σε επίπεδο ατμοσφαιρικής μαγείας «Το Πνεύμα του Μελισσιού» του Βίκτορ Ερίθε. Η σκηνοθέτις καταφέρνει όμως να αποτυπώσει μια γλυκόπικρη αύρα, όπως η μέλισσα, με το μέλι και το κεντρί παρόντα στα πλάνα της.