Ταινίες της Εβδομάδας: Όμηροι της Ιστορίας, της Κοινωνίας και του Μέλλοντος

Κριτικές Ιάκωβος Γωγάκης
1. Πέντε Σεπτεμβρίου
Το «September 5» του Τιμ Φέλμπαουμ επιχειρεί να αφηγηθεί την τρομοκρατική επίθεση του Μαύρου Σεπτέμβρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972, μέσα από τη σκοπιά του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου ABC. Η ιδέα ενός δημοσιογραφικού θρίλερ – ακόμη κι αν ένα μεγάλο μέρος του κοινού γνωρίζει ήδη την ιστορία – θα μπορούσε να προσφέρει μια φρέσκια προσέγγιση, συνδέοντας τις ηθικές προεκτάσεις της δημοσιογραφίας του τότε, με τις προκλήσεις του σήμερα. Αντιθέτως, ταινία παραμένει εγκλωβισμένη σε μια απεικόνιση των δημοσιογραφικών διλημμάτων, χωρίς να επιτυγχάνει πραγματική συναισθηματική ή πολιτική εμβάθυνση.
Η αφήγηση περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα στούντιο και τα γραφεία του ABC, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει να μεταφέρει στο κοινό την αίσθηση του επείγοντος και της αγωνίας που χαρακτήριζε την πραγματική κρίση. Ο Φέλμπαουμ επιδιώκει να θέσει στο επίκεντρο της ταινίας του σημαντικά ζητήματα, όπως η σύγκρουση μεταξύ ενημέρωσης και εκμετάλλευσης. Η σκηνή όπου το ABC μεταδίδει λανθασμένα ότι όλοι οι όμηροι είναι ασφαλείς είναι η πιο δυνατή στιγμή του έργου, καθώς αναδεικνύει την ανευθυνότητα των μέσων ενημέρωσης. Ακόμη κι εδώ, η έμφαση δίνεται περισσότερο στη διαχείριση της κρίσης από τους δημοσιογράφους παρά στη φρίκη των ίδιων των γεγονότων.
Η αναπόφευκτη σύγκριση με το «Μόναχο» του Στίβεν Σπίλμπεργκ αναδεικνύει τις αδυναμίες του «September 5». Εκεί που ο Σπίλμπεργκ χτίζει ένα πολιτικό θρίλερ ήδη από την εναρκτήρια σεκάνς, ο Φέλμπαουμ μένει προσκολλημένος στις τεχνικές λεπτομέρειες της τηλεοπτικής παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που προσπαθεί να πει κάτι σημαντικό, αλλά καταλήγει να μοιάζει με ένα εσωστρεφές δράμα, που δεν προκαλεί ούτε συναισθηματική ούτε διανοητική διέγερση.
2. Ενημέρωση Γονέων
Οι ιστορίες στο σινεμά που εκτυλίσσονται μέσα στις σχολικές αίθουσες και στους διαδρόμους των σχολείων, εξερευνώντας θέματα όπως οι διακρίσεις, η βία και η ηθική ευθύνη, έχουν πάντα μια ιδιαίτερη απήχηση. Θυμόμαστε το εξαιρετικό- πρόσφατο- έργο «Στο Γραφείο Καθηγητών», που απέδειξε πώς το εκπαιδευτικό περιβάλλον μπορεί να αποτελέσει καθρέφτη των κοινωνικών δομών, των διακρίσεων, των ανισοτήτων, της δικαιοσύνης μα και της ορθής θέσεις των δασκάλων. Οι προθέσεις του Νορβηγού σκηνοθέτη Χάλφνταν Ούλμαν Τέντελ, ανιψιού του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν , είναι παρόμοιες,
ελπιδοφόρες μεν,
ατελείς δε, στο να αποδώσει με διαύγεια, με αρχή, μέση και τέλος μια ιστορία όπου διαπλέκονται μαθητές, γονείς και το εκπαιδευτικό σύστημα. Αντί να εξερευνήσει βαθύτερα το ζήτημα που θέτει, αναλώνεται σε υπαινιγμούς και μια θεατρική, σχεδόν αποστασιοποιημένη οπτική.
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την Ελισάβετ, μια ηθοποιό και ανύπαντρη μητέρα, που καλείται εσπευσμένα στο σχολείο του εξάχρονου γιου της, Αρμάν. Εκεί ενημερώνεται για μια φρικτή κατηγορία ότι ο γιος της, φέρεται να βίασε έναν συμμαθητή του στην τουαλέτα του σχολείου. Βέβαια, η αλήθεια είναι δυσδιάκριτη. Το σχολείο δεν έχει καλέσει ούτε την αστυνομία ούτε και γιατρούς, ενώ οι δάσκαλοι και οι γονείς εμπλέκονται σε έναν κύκλο υποψιών και συγκρούσεων, που σταδιακά αποκαλύπτει προσωπικά τους τραύματα… και απωθημένα.
Ο Τέντελ σκηνοθετεί με έντονα κοντινά πλάνα και με πομπώδεις ήχους, ενώ τα δύο αγόρια απουσιάζουν από την οπτική δράση. Η ιστορία του, καταλήγει να είναι υπερβολικά αόριστη και αποσπασματική. Η κλιμάκωση δεν οδηγεί σε ουσιαστικά συμπεράσματα, αλλά σε ένα χαοτικό, σχεδόν αμήχανο φινάλε. Παρά τις εύστοχες στιγμές χιούμορ και υπαινικτικής κοινωνικής σάτιρας, η ταινία αποτυγχάνει να ισορροπήσει μεταξύ του ρεαλισμού και της αλληγορίας.
Η Ρενάντε Ρέισνβε ( Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο), στον ρόλο της Ελισάβετ, ισορροπεί ανάμεσα στην οργή, την απόγνωση και την ειρωνεία. Η σκηνή της ανεξέλεγκτης υστερικής έκρηξης, είναι ένα εκνευριστικό αλλά και κορυφαίο σημείο της ταινίας. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία της δεν είναι αρκετή για να σώσει ένα σενάριο που φαίνεται να μην ξέρει πού θέλει να καταλήξει.
3. Mickey 17
Η νέα ταινία του Μπονγκ Τζουν-χο , «Mickey 17», αποτελεί μια απογοητευτική αμερικανοποίηση ενός από τους σπουδαιότερους Νοτιοκορεάτες δημιουργούς, που μας χάρισε μεταξύ άλλων το αριστουργηματικό έργο «Παράσιτα» (2019). Η νέα του ταινία κουβαλάει μια τεχνική αρτιότητα, αλλά χάνεται μέσα σε έναν άναρχο σωρό φιλοσοφικών, κοινωνικών και πολιτικών αναφορών, που παραμένουν ασύνδετες και χωρίς να καταλήγουν σε ένα σαφές αφηγηματικό όραμα.
Η πλοκή ακολουθεί τον Μίκυ Μπαρνς (Ρόμπερτ Πάτινσον), έναν άντρα βουτηγμένο στα χρέη, που επιλέγει να γίνει ένα «αναλώσιμο» ανθρώπινο δείγμα σε μια αποικιακή διαστημική αποστολή. Όταν ο Μίκυ 17, η δέκατη έβδομη εκδοχή του, επιστρέφει από μια αποτυχημένη αποστολή, ανακαλύπτει πως έχει ήδη αντικατασταθεί από τον Μίκυ 18. Το αφήγημα, που αρχικά υπόσχεται μια υπαρξιακή και κοινωνική αλληγορία, σύντομα εκφυλίζεται σε μια μπερδεμένη και φλύαρη ιστορία με ελάχιστη συνοχή.
Η ταινία προσπαθεί να λειτουργήσει ως πολιτική σάτιρα, αλλά οι αναφορές της –κυρίως στον Τραμπ και τον Έλον Μασκ– είναι τόσο χοντροκομμένες που μοιάζουν περισσότερο με παρατραβηγμένες καρικατούρες παρά με διεισδυτικά σχόλια. Ο χαρακτήρας του διοικητή της αποστολής, που υποδύεται ο Μαρκ Ράφαλο, είναι ένα γκροτέσκο πορτρέτο ενός αυταρχικού ηγέτη, αλλά η ερμηνεία του είναι γεμάτη υπερβολικές εκφράσεις, χωρίς καμία αίσθηση λεπτότητας. Η παρουσία του Ρόμπερτ Πάτινσον, αν και παιχνιδιάρικη, δεν καταφέρνει να δώσει βάθος στην αφήγηση.
Αυτό που κάνει την ταινία ακόμα πιο απογοητευτική είναι ότι, παρά την επιβλητική σκηνοθεσία, δεν υπάρχει τίποτα που να μας θυμίζει το νΜπονγκ Τζουν-χο . Η ικανότητά του να υφαίνει αιχμηρά κοινωνικά μηνύματα χάνεται μέσα στην αμερικανική υπερπαραγωγή, που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα ειδικά εφέ, παρά στη συνοχή της ιστορίας. Το φιλμ αναλώνεται σε έναν κυκεώνα φιλοσοφικών ερωτημάτων για την ταυτότητα και την ανθρώπινη υπόσταση, αλλά τα παρουσιάζει με τόσο αποσπασματικό τρόπο που καταλήγουν να μοιάζουν με άδεια ρητορεία.
Συνολικά, το «Mickey 17 » είναι μια χαμένη κινηματογραφική ευκαιρία.