Κινηματογραφική εβδομάδα… χωρίς ενθουσιασμό
Κριτικές Ιάκωβος Γωγάκης
1. Θολός Βυθός
Μια κινηματογραφική αποτύπωση της τραγικής ζωής των παιδιών του ελληνικού Εμφυλίου, εμπνευσμένη από τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα του Γιάννη Ατζακά, «Διπλωμένα Φτερά» και «Θολός Βυθός». Με φόντο την απομάκρυνση παιδιών από τις οικογένειές τους και τη μεταφορά τους στις Παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, η σκηνοθέτιδα Ελένη Αλεξανδράκη, εξετάζει τον ιδεολογικό εγκλωβισμό και τα διλήμματα που επιβλήθηκαν σε αυτά τα παιδιά.
Η ιστορική συγκυρία της ταινίας αφορά την προσπάθεια των κυβερνητικών δυνάμεων να “σώσουν” τα παιδιά των ανταρτών, τα οποία μεταφέρθηκαν σε οικοτροφεία, όπου διδάσκονταν την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, με το τρίπτυχο “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια” .. να κυριαρχεί.
Παράλληλα, όμως, τα παιδιά υπέστησαν και μια ιδιότυπη προπαγάνδα που τα εξανάγκαζε να αποκηρύξουν τους γονείς τους ως “συμμορίτες”, προκειμένου να απολαύσουν μια καλύτερη ζωή. Ο πρωταγωνιστής, μέσα από τη βασανιστική του πορεία, βιώνει την αποξένωση, τον ψυχικό διχασμό και την εσωτερική πάλη για την ταυτότητά του.
Η Αλεξανδράκη επιλέγει να συνεχίσει την αφήγηση και στη διάρκεια της Χούντας, όταν ο νεαρός -πλέον ενήλικας- επιλέγει να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του και να ενταχθεί στον αντιδικτατορικό αγώνα. Μέσα από τη διαχρονική αφήγηση, η ταινία σχολιάζει τον αδιάκοπο αγώνα των καταπιεσμένων αλλά και τη συνεχιζόμενη κρατική χειραγώγηση.
Η σκηνοθετική επιλογή της Αλεξανδράκη να γυρίσει την ταινία σε ασπρόμαυρο φιλμ μοιάζει άστοχη. Ενώ επιχειρεί να προσδώσει μια διαχρονική, ντοκιμαντερίστικη αισθητική, ίσως μια έγχρωμη οπτική θα αναδείκνυε καλύτερα την ένταση της εποχής. Επιπλέον, αν και το καστ περιλαμβάνει έμπειρους ηθοποιούς, η σκηνοθεσία δεν τους αξιοποιεί πλήρως. Η ταινία εγκλωβίζεται σε μια κινηματογραφική φόρμα που θυμίζει ελληνικό σινεμά κάποιας άλλης εποχής, με αποτέλεσμα και οι διάλογοι, να ακούγονται σε αρκετές στιγμές πολύ πρόχειροι.
Πάρα ταύτα, η ταινία επαναφέρει στο προσκήνιο το βασανιστικό ζήτημα της χειραγώγησης των παιδιών στον Εμφύλιο και στη Χούντα, και εγείρει ερωτήματα για την πολιτική εκμετάλλευση της παιδικής αθωότητας.
2. Τελευταία Πνοή
Ο Κώστας Γαβράς, στα 92 του χρόνια, επιλέγει να εξερευνήσει το τέλος της ζωής μέσα από τη σχέση ενός γιατρού και ενός συγγραφέα, προσδίδοντας στην “Τελευταία Πνοή” μια προσωπική διάσταση, καθώς αγγίζει έμμεσα και το δικό του αναπόφευκτο τέλος. Ενώ η ταινία ξεκινά με μια υποσχόμενη υπαρξιακή θεματική, η ανάπτυξή της αποδεικνύεται άτονη και ασύνδετη.
Ο συγγραφέας και ο γιατρός, αναπτύσσουν ένας διάλογο γύρω από τον θάνατο, διανθισμένος με συναντήσεις με ασθενείς, νοσηλευτές και τις οικογένειες τους, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν τη σημασία του θανάτου κάπως στοχαστικά και κάπως ανάλαφρα.
Ο Γαβράς επιχειρεί να εμποτίσει την αφήγησή του με μια αισιόδοξη ματιά, παρουσιάζοντας το τέλος της ζωής όχι ως τραγωδία, αλλά ως μέρος μιας φυσικής και φωτεινής πορείας. Οι συζητήσεις ενίοτε καταλήγουν πολύ θεωρητικές – επί παραδείγματι τα τσιτάτα του Λακάν- και το αποτέλεσμα καταλήγει σε αμήχανα αισιόδοξες σκηνές, που δημιουργούν την εντύπωση ότι το να φιλοξενείται κανείς σε σε μια δομή, δεν είναι και τόσο τραγικό.
Το σενάριο αποτελείται από διάφορα βαρετά και επιφανειακά επεισόδια, χωρίς συνοχή ή δραματικό βάθος.
Η ανάγκη του Γαβρά να εξερευνήσει το θάνατο είναι κατανοητή και ενδιαφέρουσα, αλλά η προσέγγισή του για μια ακόμη φορά είναι κατώτερη των δυνατοτήτων του. Όπως και στην ταινία “Ενήλικοι στην Αίθουσα”, έτσι κι εδώ, φαίνεται ότι ο σπουδαίος σκηνοθέτης, έχει χάσει την κινηματογραφική του μαεστρία.
3. Presence
Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Στίβεν Σόντερμπεργκ, γνωστός για ταινίες « Έριν Μπρόκοβιτς», « Traffic», «Sex, Ψέματα και Βιντεοταινίες», είχε δηλώσει επανειλημμένα, ότι θα αποσυρόταν από τη σκηνοθεσία για να επικεντρωθεί στην παραγωγή. Ποτέ δεν τίμησε την υπόσχεσή του και το «Presence» δεν επιβεβαιώνει το ένδοξο παρελθόν του. Αντί για μια ανατρεπτική προσέγγιση στο είδος του τρόμου, η ταινία φαντάζει ως μια ειρωνική αναπαραγωγή των κλισέ του τρόμου.
Όλα τα συστατικά μιας συμβατικής ιστορίας στοιχειωμένου σπιτιού είναι εδώ. Μια οικογένεια μετακομίζει σε ένα καινούργιο σπίτι, η έφηβη κόρη, Κλόε (Καλίνα Λιανγκ), αρχίζει να αντιλαμβάνεται μια υπερφυσική παρουσία, ενώ οι γονείς της, Ρεμπέκα (Λούσι Λιου) και Κρις (Κρις Σάλιβαν), παραμένουν σκεπτικοί.
Ο Σόντερμπεργκ, αντί να βασιστεί στο οπτικό ή το αφηγηματικό στοιχείο για να χτίσει την αγωνία, επιλέγει μια πρωτοποριακή αλλά μη λειτουργική τεχνική. Η κάμερα υποδύεται το ίδιο το φάντασμα, περιπλανώμενη στους χώρους του σπιτιού.
Η ατμόσφαιρα της ταινίας επιχειρεί να είναι υποβλητική, αλλά καταλήγει υποτονική. Η αιωρούμενη προσέγγιση του Σόντερμπεργκ δημιουργεί μια ληθαργική ροή, χωρίς κορυφώσεις. Αντί για ένταση, επικρατεί ένα αίσθημα αποστασιοποίησης. Το σενάριο του Ντέιβιντ Κεπ, αν και επιχειρεί μια ανατροπή στο φινάλε, αποτυγχάνει να προσδώσει δραματικό οποιοδήποτε βάθος. Οι διάλογοι είναι ρηχοί, οι οικογενειακές συγκρούσεις σχηματικές και οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται αρκετά.
4. 2073
Ο Ασίφ Καπάντια, δημιουργός βραβευμένων ντοκιμαντέρ ( Senna, Amy, Diego Maradona), επιστρέφει με το «2073», μια δυστοπική ταινία, που επιχειρεί να προειδοποιήσει για το μέλλον. Όμως, το αποτέλεσμα δεν αγγίζει το επίπεδο των προηγούμενων έργων του και παράλληλα επιβεβαιώνει πως, όταν η κοινωνικοπολιτική ανάλυση δεν έχει σαφή όρια, μπορεί να εκτροχιαστεί. Ο Καπάντια, αυτή τη φορά, φαίνεται να χάνεται μέσα στις ίδιες του τις προθέσεις.
Το «2073» τοποθετείται σε έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, όπου τα drones περιπολούν τον ουρανό, η κοινωνία έχει καταρρεύσει και οι λίγοι επιζώντες ζουν σε υπόγεια, βασανισμένοι από το παρελθόν. Η Σαμάνθα Μόρτον, στον ρόλο της Ghost, κινείται σε ένα ρημαγμένο Σαν Φρανσίσκο, αποφεύγοντας τους ελέγχους και αναπολώντας το σήμερα, δηλαδή τον πραγματικό μας κόσμο, ως την αφετηρία της καταστροφής.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Καπάντια χαρακτηρίζεται από έναν καταιγιστικό ρυθμό, με το μοντάζ να εναλλάσσει ασταμάτητα εικόνες πολιτικών ηγετών (Τραμπ, Πούτιν, Μόντι), σκηνές ταραχών, αποσπασματικές δηλώσεις μιας δημοσιογράφου της Washington Post και στιγμιότυπα κοινωνικής καταπίεσης. Η υπερφόρτωση αυτών των στοιχείων, χωρίς σαφή σύνδεση ή εστίαση, δημιουργεί ένα αισθητικό και αφηγηματικό χάος.
Το ντοκιμαντέρ δεν επιδιώκει μια ισορροπημένη ανάλυση του μέλλοντος, θυμίζει περισσότερο μια πολιτική διακήρυξη. Ενώ στοχεύει να καταγγείλει τις συντηρητικές δυνάμεις, την τεχνολογία και τον καπιταλισμό, παραβλέπει κρίσιμες πτυχές της κοινωνικοπολιτικής μας πραγματικότητας.