Στα Χρόνια της Βίας
Έγκλημα/Δράμα/Δράση, 125′, Η.Π.Α 2014
Πρωτότυπος Τίτλος: A Most Violent Year
Γλώσσα: Αγγλικά
Του Τζέι Σι Τσάντορ
Με τους Όσκαρ Άιζακ,Τζέσικα Τσάστεϊν, Ντέιβιντ Ογιέλοου, Αλεσάντρο Νιβόλα, Έλυες Γκάμπελ, Καταλίνα Σαντίνο Μορένο, Άλμπερτ Μπρουκς
Νέα Υόρκη 1981. Μία περίοδος βίαιη και σκοτεινή τόσο για την πολιτική όσο και την επιχειρηματικότητα που βουλιάζουν μαζί με τις ανθρώπινες ζωές και την προσπάθεια επιβίωσης στην απόλυτη διαφθορά. Ο λατινοαμερικάνος Άμπελ Μοράλες (Όσκαρ Άιζακ) στην προσπάθειά του να επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση πετρελαίου θέρμανσης που κληρονόμησε από τον γκάγκστερ πεθερό του, έρχεται αντιμέτωπος με ένα σύστημα που ο ίδιος αρνείται πεισματικά να χειριστεί με βίαιο και μακριά από τις προσωπικές του αρχές τρόπο, θέτοντας όμως σε κίνδυνο την ίδια του την οικογένεια.
Η ταινία παρουσιάζει έναν κόσμο του οποίου η φυσική τάξη, οι αξίες που ενσαρκώνει προδίδουν σύγχυση και απειλή για την ίδια την ύπαρξη που αδυνατεί να διατηρήσει το δικαίωμα μιας έστω ουδέτερης επιλογής. Σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ποικιλία πολιτισμικών ταυτοτήτων η βία είναι συχνή και παρά την ένταξη της λέξης στον τίτλο, ο Τζέι Σι Τσάντορ δεν την επιβάλλει με πρόδηλη διάθεση αλλά την τοποθετεί σε μια βιτρίνα αναμονής. Περισσότερο “παίζει” με τη χρήση της βίας σε ένα σημειωτικό πλαίσιο, χωρίς να την εκθέτει στα μάτια των θεατών. Λειτουργεί έτσι μάλλον σαν όχημα μεταφοράς μηνυμάτων, υπονοώντας τις τραγικές της συνέπειες.
Για τον λόγο αυτό η βία με την έννοια της σωματικής απειλής προβάλλεται σε γενικά πλάνα και κατεξοχήν σε εξωτερικούς χώρους, ενισχύοντας την ένταση της στιγμής με τους εκκωφαντικούς ήχους της κίνησης στους δρόμους, της κόρνας, του τρένου κ.τ.λ. Αντίθετα, την πιο επικίνδυνη μορφή της, αυτή που κρύβεται στις προσωπικές επαφές, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και τις υπονοούμενες απειλές ο Τσάντορ επιλέγει αριστοτεχνικά να την εντάξει σε ένα περιορισμένο, σχεδόν κλειστοφοβικό πλαίσιο, λιγότερο εκτεθειμένο στην κοινή θέα, μεταξύ οικείων, υπό τον χαμηλό φωτισμό εσωτερικών χώρων, με στατικά μεσαία και κοντινά πλάνα τα οποία γεμίζει κυρίως από αγωνιώδη αίσθηση που διογκώνεται μέσα στις σιωπές που καταλαμβάνουν σημαντικό μερίδιο χρόνου και ενισχύονται από την σχεδόν παντελή έλλειψη μουσικής επένδυσης.
Οι ερμηνείες γίνονται με τη σειρά τους φορείς νοημάτων, παραδείγματα λειτουργικότητας ή μη της υιοθέτησης συγκεκριμένων συμπεριφορών. Σε ό,τι αφορά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Άμπελ- Άννα (Όσκαρ Άιζακ-Τζέσικα Τσαστέιν) μοιάζει να δίνουν την προσωπική τους μάχη για επιβολή της ατομικής τους λογικής, όταν η αρχική τους συμμαχία διαλύεται υπό το βάρος της σύγκρουσης της διαφορετικής τους λογικής και ηθικής, για να καταλήξουν στην επανασυνεύρεσή τους με σημείο αναφοράς την αλλαγή στη στάση του Άμπελ.
Αυτό ίσως το τελευταίο, που συντελείται κάπως ξαφνικά συγκριτικά με την εμμονή του Άμπελ μέχρι εκείνη τη στιγμή στην προσωπική του ηθική και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας αποτελούν ίσως τα μόνα μελανά σημεία της δημιουργίας του Τσάντορ.
“Στα Χρόνια της Βίας” από 5/3 στους κινηματογράφους σε διανομή Seven