Η Λιμουζίνα
Κοινωνική κομεντί, 92’, Ελλάδα
Του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Με τους Δούκισσα Νομικού, Νίκο Κουρή, Δημήτρη Καταλειφό, Παύλο Χαϊκάλη, Άντριαν Φρίλινγκ
Μια γαλλίδα ονόματι Κολέτ (Δούκισσα Νομικού), η ζωντανή απόδειξη πως γίνεται μια σέξι και όμορφη γυναίκα να είναι ταυτόχρονα έξυπνη και σκεπτόμενη, αποτελεί το μήλο της έριδος μεταξύ μιας παρέας διανοούμενων που ζει στο Παρίσι. Η Κολέτ θα ταξιδέψει στην Ελλάδα έχοντας για συντροφιά της τον Γερμανό Μαξ (Άντριαν Φρίλινγκ), που είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά και τον έλληνα συγγραφέα Μάρκο (Νίκος Κουρής) που την ακολουθεί σε ένα “οδοιπορικό ενηλικίωσης” για τους δικούς του λόγους. Σκοπός της Κολέτ είναι να ροντάρει το καινούριο της αυτοκίνητο, αλλά και να διαλέξει το ιδανικό ταίρι, με το οποίο σκοπεύει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της. Οι δύο άντρες θα καταλάβουν το παιχνίδι της και θα συμμαχήσουν για το καλό της φιλίας τους, αν και κάποια στιγμή το «ερωτικό τρίγωνο» θα δοκιμάσει τη συνοχή του όταν μπει κι ένας τρίτος άντρας στην παρέα. Ο διάσημος συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ (Τάκης Σπυριδάκης) δεν θα διστάσει να φλερτάρει ανοιχτά την Κολέτ κι φυσικά εκείνη δεν μοιάζει καθόλου να ενοχλείται…
Η Λιμουζίνα του τίτλου είναι η Δούκισσα Νομικού. Μια όμορφη και αισθησιακή γαλλίδα από τη Λιμόζ. Αυτό είναι μόνο ένα δείγμα του χαρακτηριστικού χιούμορ – που παίζει με τις λέξεις και τα πρόσωπα- του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου, του έλληνα Γκοντάρ όπως τον αποκαλούσαν κάποτε. Με ταινίες όπως οι «Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», τα «Χρώματα της Ίριδος» ή τα σχετικά πιο πρόσφατα «Αυτή η νύχτα μένει», «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» και «Delivery», ο Παναγιωτόπουλος έχει φτιάξει ένα προσωπικό σύμπαν όπου η κωμωδία και ο σουρεαλισμός πάνε χέρι- χέρι όταν δεν γίνονται ένα και το αυτό. Η νέα του κωμωδία παρεξηγήσεων δεν είναι δυστυχώς από τις πιο ευρηματικές του.
Με ελάχιστα πετυχημένα σεναριακά τερτίπια κι αυτά σκορπισμένα από δω κι από κει –σαν εκείνο του κομμουνιστή χωρικού που έχει «χεσμένους τους αγίους» όταν οι ήρωες τον ρωτούν να μάθουν προς τα που πέφτει το χωριό του Αγίου Ανδρέα- η ταινία θέλει να είναι ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας αλλά καταλήγει σε μια κουραστική κι αφόρητη εκδρομή. Οι 3 πρωταγωνιστές δεν έχουν ούτε τη σπιρτάδα, ούτε τη χημεία, ούτε καν την όρεξη να δώσουν ζωντάνια στους πράγματι καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες τους κι αυτό φυσικά δεν είναι αποκλειστική τους ευθύνη.
Ο σκηνοθέτης ρίχνει κλεφτές ματιές στη χαμένη νιότη, με όχημα τη συλλογή διηγημάτων του φίλου του Ζάχου Παπαζαχαρίου «Περιπέτειες στην Ευρώπη» (εκδόσεις ΦΑΡΦΟΥΛΑΣ), αλλά δείχνει σαν να μην έχει την όρεξη ή την πραγματική θέληση να ασχοληθεί σοβαρά με πρόσωπα και πράγματα που ο χρόνος ίσως να έχει σβήσει από τη μνήμη του. Πολλά επεισόδια είναι σκηνοθετημένα ρουτινιάρικα ή γεμάτα από ένα αφελή διδακτισμό ( π.χ. ο καθηγητής της απάτης Παύλος Χαϊκάλης που αποκαλύπτει τα μυστικά των ζητιάνων), με σαφέστατα πιο εύστοχες τις δηκτικές απόψεις του σκηνοθέτη για τους μεγάλους της τέχνης και του πνεύματος. Οι ήρωες που είναι σχεδιασμένοι με το χαρακτηριστικά του Σαρτρ (λίγο πριν από το κλείσιμο του φιλμ βλέπουμε τον Λευτέρη Βογιατζή ως Σατρτ στην τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση), του Γκοντό και του Μέιλερ διατηρούν κάτι από το σπιρτόζικο, πνευματώδες χιούμορ του σκηνοθέτη της πρώιμης περιόδου.
Ακόμη και αυτοί όμως δηλώνουν την αδυναμία τους να μιλήσουν για κάτι τόσο ρευστό και αμήχανο, σαν τη σημερινή κρίση. Η πρώτη φορά της Νομικού στο σινεμά δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για το χτίσιμο μιας άλλης καριέρας πέρα από τις πασαρέλες ή τα τηλεοπτικά πλατό. Ακόμη κι ο Κουρής όμως, ένας ηθοποιός επιπέδου που συνεργάζεται για 4η φορά με τον Παναγιωτόπουλο είναι φανερά εκτός φόρμας και διεκπεραιώνει με συνοπτικές διαδικασίες τα του ρόλου του. Εν κατακλείδι ένα σύγχρονο παραμύθι που ξεκινάει από μια ωραία ιδέα – το ταξίδι από το Παρίσι της δεκαετίας του ’60 στην Ελλάδα του σήμερα- και σβήνει σε ένα στείρο κι άχρωμο διανοουμενισμό.
” Η Λιμουζίνα” από 30/1 στους κινηματογράφους σε διανομή Feelgood