Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε
Θρίλερ μυστηρίου, 145’, Η.Π.Α 2014
Πρωτότυπος Τίτλος: Gone Girl
Του Ντέιβιντ Φίντσερ
Με τους: Μπεν Άφλεκ, Ρόζαμουντ Πάικ, Νιλ Πάτρικ Χάρις, Έμιλι Ραταϊκόφσκι, Τάιλερ Πέρι
Ο νεοϋορκέζος συγγραφέας Νικ Νταν (Μπεν Άφλεκ) και η πανέμορφη σύζυγός του Έιμι (Ρόζαμουντ Πάικ) είναι το τέλειο ζευγάρι που αγαπιέται παράφορα. Κάποια ατυχή συμβάντα όμως- η ασθένεια της μητέρας του Νταν καθώς η οικονομική κρίση που πλήττει τη δουλειά του τελευταίου- υποχρεώνουν το ζευγάρι να μετακομίσει στις μεσοδυτικές πολιτείες και να αλλάξει τρόπο ζωής. Όλα δείχνουν να κυλούν ομαλά στη νέα καθημερινότητα τους ώσπου την ημέρα της 5ης επετείου του γάμου τους, η Έιμι εξαφανίζεται. Ο Νικ αναφέρει το περιστατικό στην αστυνομία και όλα τα φλας της δημοσιότητας στρέφονται πάνω στην μυστηριώδη υπόθεση. Καθώς εξαπολύεται αληθινό ανθρωποκυνηγητό, με συστράτευση απλών πολιτών και αστυνομικών αρχών, τα ΜΜΕ που καλύπτουν την υπόθεση βγάζουν στη φόρα μια αθέατη πλευρά του «αγαπημένου ζευγαριού». Πολύ σύντομα ο μέχρι πρότινος απαρηγόρητος Νικ, από θύμα της ιστορίας μετατρέπεται σε θύτη και βασικό ύποπτο για την εξαφάνιση της γυναίκας του…
Το «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» είναι ένα θρίλερ με αρκετό ενδιαφέρον αλλά χωρίς ουσιαστική καλλιτεχνική αξία. Είναι σαφέστατα η πιο αδύναμη στιγμή στη λαμπρή πορεία του Ντέιβιντ Φίντσερ. Με ένα ξεχωριστό ντεμπούτο («Alien 3»), μια ονειρική συνέχεια («Seven») και μια προσεχτική επιλογή υλικού από διαφορετικά κινηματογραφική είδη («Fight club», «Social network», «Zodiac», «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» κ.α.), ο σκηνοθέτης από το Ντένβερ, έφτιαξε όλα αυτά τα χρόνια ένα αψεγάδιαστο ως σήμερα κινηματογραφικό μύθο που κατάφερε να συγκρίνεται ακόμη και με εκείνον του Κιούμπρικ. Όπως όμως συνέβη και με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της νέας του ταινίας, οι πρώτες ρωγμές στον ιδανικό γάμο του Νικ και της Έιμι σαν από διαβολική σύμπτωση μεταφέρονται και στο… ιδανικό σύμπαν του Φίντσερ. Σημάδια κούρασης, επαναλήψεις άνευ λόγου, έλλειψη έμπνευσης και πρωτοτυπίας, καθιστούν το «Κορίτσι» ένα κινηματογραφικό σαρκασμό για το γάμο (το βασικό θέμα του σεναρίου που αποτελεί διασκευή ενός μπεστ σέλερ που οραματίστηκε η συγγραφέας- δημοσιογράφος Τζίλιαν Φλιν) που θα μπορούσε να είχε υπογράψει ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης. Δυστυχώς απουσιάζει από το φιλμ αυτό η δηκτική, ιδιαίτερη, όλο εκπλήξεις, ματιά του σκηνοθέτη που είχαμε συναντήσει στα προηγούμενα έργα του.
Το μεγάλο ατού είναι το σασπένς που κρατάει γερά στα 2/3 της ταινίας. Όμως οι πολλές ανατροπές στο τέλος το παρακάνουν (τίποτε από ότι συμβαίνει στο τελευταίο ημίωρο δεν δικαιολογείται με ακρίβεια δίχως να χρειαστεί να παραβλέψουμε τις τρύπες που υπάρχουν στο σενάριο), μεταβάλλοντας την αρχική ξύπνια ιδέα σε απλό εξυπνασκίστικο πυροτέχνημα. Είναι προφανές ότι ο Φίντσερ θέλει να σαρκάσει το οικοδόμημα που λέγεται γάμος.
Με όπλο του τα δυνατά αφηγηματικά εργαλεία που μας έχει καλομάθει (ο άψογος χειρισμός του χρόνου, το πυκνό μυστήριο, οι διφορούμενοι χαρακτήρες) ο στυλίστας σκηνοθέτης βάζει στο στόχαστρο όλα τα κλισέ του γάμου – εξωσυζυγικές σχέσεις, καταπιεστικές σύζυγοι, άβουλοι άντρες, προγαμιαία συμβόλαια, κουτσομπολιά της γειτονιάς, τηλεοπτικές σαπουνόπερες- και τα… πυροβολεί!
Προφανώς όμως βρίσκεται έξω από τα νερά του (τι σχέση έχει το σκοτεινό μυαλό που βρίσκεται πίσω από τα «Seven» και «Fight club» με την ροζ ιλουστρασιόν αισθητική ενός μικροαστικού γάμου;) και για το λόγο αυτό αστοχεί στους περισσότερους στόχους του. Το πιο εύστοχο σημάδι του αφορά στην σκιαγράφηση του μηχανισμού των ΜΜΕ και της κουτσομπολίστικης τηλεοπτικής αισθητικής. Πρόκειται για μια κατάσταση που βγαίνει εκτός ελέγχου και θηριεύει πάνω σε οποιαδήποτε έννοια ιδιωτικότητας, κάνοντας μας μάρτυρες μιας ανθρωποφαγίας που δεν έχει όρια. Ουσιαστικά όμως αυτό είναι ένα κομμάτι από άλλη ταινία που λίγη σχέση έχει με το αστυνομικό παζλ του θρίλερ που βλέπουμε στο σαφώς ανώτερο πρώτο μέρος.Δυστυχώς όσο η δράση προχωράει και το μυστήριο ξεδιαλύνεται, το ενδιαφέρον μειώνεται πλησιάζοντας στο κοινότυπο φινάλε. Έτσι απλά διαπιστώνουμε ότι ο Φίντσερ ξεμένει από όπλα, καύσιμα και δυνάμεις. Όπως και το «κορίτσι» των τίτλων έτσι κι αυτός… εξαφανίζεται σιγά-σιγά, αφήνοντας μας με την πικρή γεύση ότι τελικά ακόμη κι οι μεγαλύτεροι δημιουργοί έχουν κι αυτοί τις μέτριες στιγμές τους.