Ελία Καζάν
Το αφιέρωμα γράφει ο Κωνσταντίνος Καϊμάκης
«- Ω θεέ μου, Τεν. Δεν μπορώ να ξανακάνω το «Λεωφορείο ο Πόθος». Είναι σαν να παντρεύομαι δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα. Ο Τένεσι Ουίλιαμς επέμενε όμως και του είπα αυτό που συνήθιζα – «Καλά άσε με να το σκεφτώ» – καθώς μού ήταν πιο εύκολο να του το αρνηθώ γράφοντας του ένα γράμμα. Το βράδι όμως άρχισα να σκέφτομαι το «Λεωφορείο» σαν πρόκληση. Με την αυτοπεποίθηση που είχα αποκτήσει από το «Πανικό στους δρόμους» θα μπορούσα να «ανοίξω» το «Λεωφορείο» από θεατρικό σε ταινία. Θα έβαζα στην οθόνη όλα όσα περιγράφει η Μπλανς για την Μπελ Ρεβ και τις τελευταίες μέρες της εκεί. Θα κινηματογραφούσα το παλιό σπίτι και την κουφή γυναίκα που ζούσε εκεί. Τη νυχτερινή σκηνή με τους νεαρούς μεθυσμένους στρατιώτες που φωνάζουν «Μπλανς! Μπλανς». Το τι έγινε τότε και πώς μάζεψαν το επόμενο πρωινό τους φαντάρους. Ακόμα θα κινηματογραφούσα τη μέρα που η Μπλανς έφευγε τρέχοντας από την πόλη και τα πρόσωπα των κατοίκων που δεν έβλεπαν την ώρα να απαλλαγούν απ’ αυτή. Αυτές οι σκηνές θα μπορούσαν να γυριστούν στο Δέλτα του νότιου Μισισιπή και να αποδώσουν κάτι πιο αληθινό από ότι μπορούσε να προσφέρει η θεατρική σκηνή». (Ελία Καζάν, από την αυτοβιογραφία του «Μια ζωή», εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική- 1989).
Συνιδρυτής του Actor’s studio και δάσκαλος της Μεθόδου. Αξεπέραστος σκηνοθέτης τόσο του θεάτρου όσο και του κινηματογράφου. Μέντορας του Μάρλον Μπράντο, του Γουόρεν Μπίτι και του Τζέιμς Ντιν μεταξύ άλλων. Εμπνευστής των αντιηρώων του περιθωρίου που μετατράπηκαν σε σύμβολα για ολόκληρες γενιές. Αλλά και καταδότης, αλαζόνας, υποκριτής, σεξομανής (σύμφωνα με δική του υπόδειξη τα τρία τελευταία). Ο Καζάν ήταν όλα αυτά μαζί, αποδεικνύοντας ότι το καλό και το κακό μπορούν να συνυπάρξουν μέσα στο ίδιο πρόσωπο…
Ο Ηλίας Καζαντζόγλου γεννήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1909 στην Κωνσταντινούπολη από έλληνες γονείς κι ένιωθε πάντα διχασμένος ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική καταγωγή του. Αυτός ο διχασμός θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Στην προσωπική ζωή (ποτέ δεν ήταν πιστός σύντροφος ή φίλος), την καριέρα (ανδρώθηκε στο θέατρο αλλά λάτρεψε το σινεμά), την πολιτική στάση του (από φανατικός αριστερός έγινε πολέμιος του κομμουνισμού). Στο αποκορύφωμα αυτής της διχαστικής πορείας έρχεται η βράβευση του το 1999 με τιμητικό όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του.
Το μισό Χόλιγουντ τον αποθεώνει – θερμοί υποστηρικτές οι Σκορσέζε, Ντε Νίρο που τον συνόδευσαν στη σκηνή του Kodak Theatre καθώς και οι Σπίλμπεργκ, Μπίτι, Χαντ, Μπέιτς, Μάλντεν κ.α. που τον καταχειροκροτούν, ενώ κάποιοι άλλοι (Νικ Νόλτε, Εντ Χάρις) κάθονται επιδεικτικά με σταυρωμένα χέρια στη θέση τους, κρίνοντας ασυγχώρητη τη στάση του να καταδώσει πρώην συντρόφους του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών το 1952. Ο ίδιος δεν φάνηκε να μετανιώνει ποτέ («Δεν κατέδωσα κανέναν. Παραδέχτηκα μόνο ότι ήξερα 8 πρώην συντρόφους από το παρελθόν σε μια λίστα που μου έδειξαν») και μάλιστα υπεραμύνθηκε της επιλογής του φέρνοντας ως παράδειγμα κάποιους άλλους «προδότες» όπως τον κορυφαίο θεατρικό συγγραφέα Κλίφορντ Οντέτς που «έζησε την ταπείνωση και δεν άντεξε τη βίαιη αντίδραση του κόσμου όπως κατάφερα να την αντέξω εγώ».
Λίγο πριν ξεσπάσει ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Καζάν μετακομίζει με την οικογένεια του στην Αμερική, αφού έχει ζήσει ένα μικρό διάστημα στη Γερμανία όταν ο έμπορος πατέρας του άνοιξε, χωρίς επιτυχία, κατάστημα χαλιών στο Βερολίνο. Ο θείος του ήταν εκείνος (την ιστορία του αφηγείται στο «America- America») που πήγε πρώτος στις ΗΠΑ και τους προσκάλεσε εκεί για να δοκιμάσουν την τύχη τους. Την καλλιτεχνική φλέβα του την οφείλει στη μητέρα του, που υπεραγαπούσε ενώ για τον πατέρα του («ήταν μονίμως θυμωμένος και φωνακλάς, ενώ έτρεμα τις εκρήξεις του») έτρεφε σεβασμό, συμπάθεια αλλά όχι και αγάπη. Καθώς δεν κατάφερε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση στο εμπόριο χαλιών, στράφηκε στη φιλολογία (σπουδές στο Γέιλ) και το θέατρο. Το 1932 εντάχθηκε κυρίως ως ηθοποιός στο Group Theatre της Ν. Υόρκης, με επικεφαλής τον Λι Στράσμπεργκ και δύο χρόνια αργότερα γράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης επικρατούν οι αριστερές, ανθρωπιστικές ιδέες. Το 1936 εγκαταλείπει το κόμμα και τη στρατευμένη τέχνη, για να δοθεί ολοκληρωτικά και απερίσπαστος στο πάθος του, τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων. Λίγα χρόνια αργότερα είναι πλέον περιζήτητος σκηνοθέτης στο θέατρο και αναζητάει νέο πεδίο έκφρασης στον κινηματογράφο. Το ντεμπούτο του έγινε το 1945 με το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», διασκευή του μυθιστορήματος της Μπέτι Σμιθ. Οι πρώτες του ταινίες είναι κάπως ξεπερασμένες σήμερα (ακόμη και η «Συμφωνία Κυρίων» για την οποία κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ σκηνοθεσίας), ενώ ο ίδιος θεωρεί ότι ήρθε σε ουσιαστική επαφή με την κινηματογραφική κάμερα ανακαλύπτωντας τις μαγικές ιδιότητες της, αρκετά χρόνια αργότερα με το «Βίβα Ζαπάτα», το 1952.
Η δεκαετία του 1950 είναι η χρυσή εποχή του Καζάν. Μεγαλουργεί με ταινίες όπως το «Λιμάνι της αγωνίας» (η απολογία του σύμφωνα με κάποιους για το «κάρφωμα» των πρώην συντρόφων του) το οποίο περιέχει «την κορυφαία ερμηνεία ηθοποιού που έχει γίνει ποτέ» σύμφωνα με τον ίδιο για τον Μπράντο στο ρόλο λιμενεργάτη Τέρι Μαλόι, το «Λεωφορείο ο πόθος», το «Ανατολικά της Εδέμ», το «Μια μορφή μέσα στο πλήθος».
Ακόμη και η σκαμπρόζικη «Κουκλίτσα» του που χτυπήθηκε από την εκκλησία καθώς οι ερωτικές σκηνές της θεωρήθηκαν πολύ τολμηρές για την εποχή (δεν προκαλούν εντύπωση σήμερα), έχει ειδικό ενδιαφέρον αφού σηματοδοτεί τη δημιουργική επανένωση των Καζάν- Ουίλιαμς ύστερα από το «Λεωφορείο ο πόθος» και ένα πλούσιο παρασκήνιο στα επεισοδιακά γυρίσματα που ακολούθησαν.
Στα φιλμ αυτά αφήνει πίσω του τις θεατρικές καταβολές, πειραματίζεται δημιουργικά με τα μέσα του σινεμά (προσέξτε τη χρήση των εσωτερικών χώρων στη συνάντηση του ήρωα με την πραγματική μητέρα του στο «Ανατολικά της Εδέμ»), προσδίδει νατουραλιστική ένταση στα πλάνα του και μετατρέπει τους αμφίσημους χαρακτήρες του σε ακαταμάχητα κοινωνικά σύμβολα.
Όμως η πραγματικά δημιουργική εποχή του είναι τα 60ς. Ξεκίνημα με το υποδειγματικό μελόδραμα «Πυρετός στο αίμα»( Splendor in the Grass) που αφορά στην ερωτική ιστορία των Μπαντ και Ντιν – οι υπέροχοι Γουόρεν Μπίτι και Νάταλι Γουντ στους ρόλους- στο Κάνσας του 1930, συνέχεια με το απόλυτο αριστούργημα του «America- America», μια συγκλονιστική και συνάμα επική ματιά πάνω στην μετανάστευση και την αναζήτηση της Γης της Επαγγαλίας, για να κλείσει τούτη η αριστουργηματική άτυπη τριλογία με το σπαραχτικό και άνευ όρων ξεγύμνωμα της ψυχής του στον «Συμβιβασμό». Το τελευταίο φιλμ που είναι ταυτόχρονα και το πιο προσωπικό του βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο που είχε γράψει λίγα χρόνια πριν.
«Περιμένοντας στην αίθουσα αναμονής να τελειώσει η εγχείρηση, κατηγορούσα τον εαυτό μου και το βιβλίο μου για ότι της είχε συμβεί. Είχα πληγώσει τον άνθρωπο που αγαπούσα περισσότερο σε όλο τον κόσμο, αυτή την άγια γυναίκα, τη μητέρα μου, που με είχε ίνδαλμα της και πάντα με υποστήριζε απέναντι στον πατέρα μου. Μα δεν ήξερα ότι θα την πλήγωναν αυτά που θα διάβαζε; Ήταν ένα πλάσμα που ανήκε σε άλλους κόσμους (…) που δεν είχε καμιά εμπειρία από το είδος της ζωής και της συμπεριφοράς που περιέγραφα στον «Συμβιβασμό», από τα επεισόδια και τις περιπέτειες που πέρασα στη ζωή μου. Ήμουν βέβαιος ότι δεν τις βρήκε καθαρές. Ευχόμουν να μην είχα γράψει ποτέ αυτό το καταραμένο βιβλίο» (Ελία Καζάν, από την αυτοβιογραφία του «Μια ζωή», εκδ. Ελληνική Ευρωεκδοτική- 1989)
* Το αφιέρωμα αυτό δίνεται με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα (9 – 19 Οκτωβρίου 2014) για τον Ελία Καζάν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας
About the author: Κωνσταντίνος Καϊμάκης
Has 57 ArticlesΓεννήθηκε στη Νίκαια και μεγάλωσε στον Πειραιά. Το μικρόβιο του σινεμά το κόλλησε στο ΣΙΝΕΑΚ τη μόνη πλέον αίθουσα της πόλης- κάποτε είχε 10. Βρίσκει το αμερικανικό σινεμά ασυναγώνιστο τεχνικά, το ευρωπαϊκό συγκινητικά ουμανιστικό και το ασιατικό από άλλο πλανήτη- δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Αγαπάει την Ανδαλουσία και το Παρίσι, ενώ θα μπορούσε να ζει μόνιμα σε ένα αεροδρόμιο όπως ο Τομ Χανκς στο «Terminal». Η λαχτάρα του για σινεμά είναι ακόρεστη. Όπως είπε κι ο αγαπημένος του Αντονιόνι «κάνουμε ταινίες για να γίνουμε πιο υπέροχοι». Εκείνος αρκείται στο να «βλέπουμε όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες: αν έτσι γίνουμε πιο υπέροχοι, ακόμη καλύτερα». Από το 1995 εργάζεται ανελλιπώς ως κριτικός κινηματογράφου.
RELATED ARTICLES
-
-
Νυχτερινές ιστορίες στην τελευταία Τρίτη του Απρίλη
30/04/2024, 17:19 -
Perfect Days
21/02/2024, 18:08 -