Μαρίνα
Του Στιν Κόνινξ
Με τους Ματέο Σιμόνι, Κριστιάν Καμπανά, Λουίτζι Λο Κάσκι
Βιογραφική, 118΄, Βέλγιο- Ιταλία 2013, Γλώσσα Ιταλικά, Πρωτότυπος Τίτλος ” Marina”
Η ιστορία του Ρόκο Γκρανάτα, δημιουργού του τραγουδιού «Μαρίνα» που γνώρισε τεράστια επιτυχία σε όλο τον κόσμο, είναι γεμάτη από μυθιστορηματικό υλικό που ξεπερνάει κάθε φαντασία. Γεννημένος στην Καλαβρία το 1938, μετακόμισε όταν ήταν 10 ετών με τη μητέρα και την αδελφή του στο Βέλγιο, όπου τους περίμενε ο πατέρας του που δούλευε στα ανθρακορυχεία της Λιμβουργίας. Ο μικρός Ρόκο δυσκολευόταν να συμβιβάσει την αλέγκρα αλλά ταπεινή καταγωγή του, με το φλαμανδικό καθωσπρεπεισμό και τα συντηρητικά ήθη της νέας πατρίδας του. Όταν μάλιστα ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι θέλει να γίνει μουσικός, ο Ρόκο έχασε κάθε στήριγμα για το μέλλον που ονειρευόταν κι έκτοτε πάλεψε σχεδόν μόνος ενάντια σε όλους, για να αποδείξει ότι καμιά φορά αξίζει να μην συμβιβάζεσαι και να ακολουθείς το πάθος σου.
Είναι σχεδόν βέβαιο. Αν οι αδελφοί Νταρντέν, αποφάσιζαν να κάνουν ένα μαρξιστικό δράμα για το πλατύ κοινό, αυτό θα έμοιαζε με την «Marina». Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που τα ονόματα τους φιγουράρουν στα credits των συμπαραγωγών ενός φιλμ που για άλλα μας προϊδεάζει αρχικά και τελικά άλλα μας δείχνει. Ξεκινά σαν μια παλιομοδίτικη βιογραφική «οδύσσεια» που περιμένεις να κυλήσει στο μελό και το εκβιαστικό δάκρυ. Συνεχίζει σαν μια αισθηματική κομεντί, στην οποία δεν κατανοείς απόλυτα την διαχρονική αντοχή του έρωτα που έχει ο νεαρός Ρόκο για την ξανθιά κόρη του μπακάλη. Και καταλήγει σε ένα εκρηκτικό, πολύχρωμο και δυνατό κοκτέιλ (όπου γίνεται το έλα να δεις), με …ομπρελίτσα το δημιουργικό οίστρο του ερωτοχτυπημένου Ρόκο, που εμπνέεται το τραγούδι της ζωής του από μια μικρή διαφημιστική κορνίζα η οποία κρέμεται δίπλα στο πρόσωπο της αγαπημένης του. Ο βέλγος Στιν Κόνινξ («Daens», «When the lights comes») όμως δεν κάνει μια ταινία για το αμερικανικό, ιταλικό ή βελγικό όνειρο. Κυρίαρχο θέμα του φιλμ δεν είναι ούτε η επιτυχία του Ρόκο που από φτωχόπαιδο γίνεται μουσικός αστέρας, ούτε η δυνατή ερωτική ιστορία που «γεννάει» το σουξέ. Άσε δε το άδοξο αν όχι τραγικό φινάλε αυτού του έρωτα!
Η ουσία του έργου βρίσκεται στα σκοτεινά ανθρακορυχεία που «βουτάει» για να βγάλει το μεροκάματο ο πατέρας του ήρωα, μαζί με χιλιάδες άλλους ιταλούς μετανάστες. Βρίσκεται στην εχθρική στάση των βέλγων απέναντι στους ξένους «μακαρονάδες». Βρίσκεται στο απειλητικό κούνημα του δαχτύλου κάθε φορά που κάποιος ιταλιάνος παρεκτρέπεται. Βρίσκεται στην κυβερνητική πολιτική του Βελγίου που θέλει τους μετανάστες για εργατικά χέρια κι όχι για μουσικούς. Ο Ρόκο στην πραγματικότητα δεν είναι ένας απλός μουσικός που ακολουθεί το όραμα του με πάθος. Είναι ένας επαναστάτης (είπαμε, η ταινία είναι βαθιά πολιτική που στέκει με ωριμότητα και ψυχραιμία απέναντι στο διαχρονικό θέμα της μετανάστευσης) που με το σθένος του θα σαρώσει τα πάντα.
Με θαυμαστή επιδεξιότητα και χωρίς σκηνοθετικά κολπάκια – όλη η ταινία είναι βαλμένη στα στέρεα εδάφη μιας γραμμικής αφήγησης- ο Κόνινξ αποφεύγει τις παγίδες του μελό και καταφέρνει να υπογράψει μια διαφορετική βιογραφία. Όπως κι ο ήρωας του διεκδικεί με ορμή το δικαίωμα του στη διαφορετικότητα – με την έννοια του να κυνηγάει κάποιος την προσωπική του ευτυχία – έτσι κι ο βέλγος σκηνοθέτης ενδιαφέρεται να κάνει μια ταινία που θα λέει πολλά χωρίς να χάνει στιγμή το σασπένς ή το ενδιαφέρον της. Πώς το πετυχαίνει αυτό; Με τον πλέον απλό κι αφοπλιστικό ρόλο. Με έμφαση στην ψυχολογική ανάπτυξη των χαρακτήρων, με την εστίαση του βλέμματος στον κοινωνικό χώρο που τους περιβάλλει (ψυχρό, μουντό και υγρό το Βέλγιο θυμίζει βάλτο που πνίγει τις επιθυμίες των ηρώων) και κυρίως με απέραντη τρυφερότητα και αντικειμενικότητα στις μεταξύ τους σχέσεις και συγκρούσεις. Ο πραγματικός Ρόκο Γκρανάτα κάνει μια μικρή εμφάνιση στο φιλμ, υποδυόμενος τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού με τα μουσικά όργανα, που ουσιαστικά «χαρίζει» στον απελπισμένο ήρωα το πανάκριβο ακορντεόν.
“Μαρίνα” από 31/7 στους κινηματογράφους σε διανομή Feelgood