H Αόρατη Γυναίκα (The Invisible Woman)

Βιογραφικό δράμα, 111΄, Μεγάλη Βρετανία, 2013
του Ρέιφ Φάινς
Με τους Ρέιφ Φάινς, Φελίσιτι Τζόουνς, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Τζοάνα Σκάνλαν, Αμάντα Χέιλ
Δεκαετία του 1850, βικτοριανή Αγγλία. Ο Τσαρλς Ντίκενς (Ρέιφ Φάινς) απολαμβάνει τη φήμη και τα πλούτη του σημαντικότερου συγγραφέα της εποχής του. Παντρεμένος εδώ και 20 χρόνια με την Αικατερίνη Χόγκαρθ (Τζοάνα Σκάνλαν) – με την οποία απέκτησε 9 (!) παιδιά – έχει την αποδοχή μιας διασημότητας και χωρίς υπερβολή κάθε δημόσια εμφάνιση του καταλήγει σε ενθουσιώδες λαϊκό παραλήρημα. Το 1857 ο 45χρονος Ντίκενς βλέπει σε μια θεατρική παράσταση την 18χρονη εκκολαπτόμενη ηθοποιό Νέλι Τέρναν (Φελίσιτι Τζόουνς) και μαγεύεται από την ομορφιά της. Γίνεται φίλος με τη μητέρα της Φράνσις (Κριστίν Σκοτ Τόμας), μια χήρα ηθοποιό που έχει μεταδώσει στις 3 κόρες της το μικρόβιο της υποκριτικής και αρχίζει να περνάει όλο και περισσότερες ώρες μαζί τους παρά με την οικογένεια του. Ύστερα από λίγο καιρό ο ερωτευμένος πλέον συγγραφέας εκφράζει τον έρωτα του για την Νέλι και ξεκινάει μια ιστορία με πολλά δραματικά επεισόδια που κάλλιστα θε μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για κάποιο έργο του.
Ειδικά οι «Μεγάλες προσδοκίες» που γράφτηκαν εκείνη την εποχή (δημοσιεύτηκαν τη διετία 1860-61), μοιάζουν βγαλμένες από αυτή την παράνομη σχέση που ποτέ δεν έγινε γνωστή παρά τις κατά καιρούς φήμες που κυκλοφόρησαν στις φυλλάδες της εποχής.
Μια από τις πιο σκληρές αλλά και συγχρόνως λιγότερο γνωστές τραγωδίες του Σαίξπηρ, τον «Κοριολανό», επέλεξε ο Ρέιφ Φάινς για να κάνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του πριν από 4 χρόνια. Για τη δεύτερη σκηνοθεσία του επέλεξε πάλι ένα εμβληματικό καλλιτέχνη, τον Τσαρλς Ντίκενς, για να μεταφέρει όμως όχι κάποιο έργο του βικτοριανού συγγραφέα αλλά μια σχετικά άγνωστη ιστορία της ζωής του. Ο έρωτας του δημιουργού των ακόμη και σήμερα αξεπέραστων «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», «Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία», «Όλιβερ Τουίστ» και, κυρίως, «Μεγάλες προσδοκίες», για τη νεαρή και άσημη Νέλι Τέρνερ είναι το θέμα που επέλεξε ο Φάινς για να μας δώσει μια αρκετά συγκροτημένη αλλά όχι και πληρέστατη άποψη για το συγγραφέα.
Ο Φάινς προσπαθεί να είναι ακριβοδίκαιος με τον Ντίκενς: ούτε να τον αγιοποιήσει αλλά ούτε και να μειώσει στο ελάχιστο το αδιαμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο του. Τι συμβαίνει όμως με τον άνθρωπο πίσω από τον συγγραφέα; Ακόμη κι εκεί όμως ο Φάινς διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις παρότι δείχνει βέβαιος στις πιο κομβικές σκηνές του φιλμ για το σκληρό και εγωιστή άντρα που περισσότερο από όλα αγάπησε τα λογοτεχνικά έργα του. Ο Ντίκενς του είναι ένας… σταρ αλλοτινής εποχής- τα θέατρα που γεμίζουν από πλήθη που συρρέουν για να ακούσουν τις συνέχειες των δημοφιλών ιστοριών του, παραπέμπουν στις κινηματογραφικές αίθουσες του σήμερα- γεμάτης αντιθέσεις αλλά και αρκετούς συσχετισμούς με τη σημερινή εποχή.
Το βικτοριανό Λονδίνο της πνευματικής άνθησης και του αριστοκρατικού φωτός από τη μια πλευρά, αλληλοσυμπληρώνεται από το σκοτάδι των απόκληρων και εξαθλιωμένων Όλιβερ Τουίστ που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ο Φάινς θέλει να δώσει το στίγμα αυτής της εποχής και ταυτόχρονα μια αίσθηση από τα αριστουργήματα του Ντίκενς αλλά πέρα από μια νατουραλιστική σκηνή -αυτή της βραδυνής περιπλάνησης του ήρωα μετά μια θεατρική παράσταση στα σκοτεινά υπόγεια που φυτοζωούν οι άθλιοι του Λονδίνου- όλο το υπόλοιπο φιλμ πηγαινοέρχεται μεταξύ της κλασικής ακαδημαϊκής βιογραφίας εποχής και του τυπικού μοντέρνου μελοδράματος που έχει ως θέμα ένα παράνομο έρωτα. Τα βαριά κοστούμια και η ογκώδης παραγωγή της καλλιτεχνικής διεύθυνσης που αναπαριστά το βικτοριανό Λονδίνο μοιάζουν να προσθέτουν… βαρύδια στην αφήγηση του σκηνοθέτη Φάινς.
Ο βρετανός ηθοποιός-σκηνοθέτης ευτυχεί περισσότερο στην υποκριτική απόδοση του χαρακτήρα του Ντίκενς. Ορμητικός, με σπάνια χαρίσματα – πέρα από ακαταμάχητος storyteller ήταν ένας δεξιοτέχνης υπνωτιστής και μεγάλος χιουμορίστας- θαυμαστή παιδικότητα και λαχτάρα για ζωή ο Ντίκενς του Φάινς, μπορεί να μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη από μεγαλόψυχο και ανθρωπιστή καλλιτεχνή σε εγωιστή, άκαρδο σύζυγο – εξαιρετικά καλογυρισμένη η σκηνή που «αναγκάζει» τη γυναίκα του να συναντήσει την ερωμένη του -και αδίστακτο καριερίστα που ενδιαφέρεται μόνο πως θα διαφυλάξει τη φήμη του. Αυτό πιστεύω πως είναι και το πρόβλημα με την ταινία του Φάινς.
Την ίδια στιγμή που θέλει να επιδείξει τόλμη και αποφασιστικότητα γύρω από μια τόσο ελκυστική ιστορία – το σενάριο της Άμπι Μόργκαν που ανάμεσα σε άλλα έχει δώσει το στίγμα της με το «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν, αποτελεί διασκευή του ομότιτλου βιβλίου της Κλερ Τόμαλιν- αποφασίζει να συμβιβαστεί με πιο σίγουρες κι εύκολες λύσεις προκειμένου να διαφυλάξει την καλή φήμη και τις έντιμες προθέσεις της.
“H Αόρατη Γυναίκα” από 13/3 στους κινηματογράφους σε διανομή Σπέντζος