Ο Επιστάτης Σάνσο
Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Ο παγκόσμιος κινηματογράφος τη δεκαετία του ’50 μεγαλούργησε. Πίσω από τα αριστουργήματα, τους σπουδαίους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς υψηλής κλάσης και τον επαγγελματισμό της παραγωγής, οι πολιτικές στοχοποιήσεις ( Μακαρθισμός) και οι κώδικες δεοντολογίας ( Χέιζ) θάμπωσαν την λάμψη της 7ης τέχνης.
Στην μεταπολεμική Ιαπωνία, ο κινηματογράφος ακολούθησε το σκληρό αμερικάνικο πρότυπο. Ο κώδικας δεοντολογίας Ερίν και η παντοδυναμία των στούντιο, οδήγησαν δημιουργούς και παραγωγούς σε μεγάλες τριβές, όπως συνέβη με την περίπτωση του σκηνοθέτη Κένζι Μιζογκούτσι κατά την προετοιμασία της ταινίας « Ο Επιστάτης Σάνσο». Ο ιάπωνας σκηνοθέτης, επιθυμούσε ο λαϊκός μύθος του συγγραφέα Μόρι Ογκάι να επικεντρώνεται στα δεινά των γυναικείων χαρακτήρων και στο πως κατέληξε ένας ιδιοκτήτης σκλάβων, να είναι τόσο βίαιος και απάνθρωπος. Η παραγωγή επέβαλε στον Μιζογκούτσι διαφορετικό σενάριο το οποίο εστίαζε πιο πολύ στην εκδίκηση και στους ανδρικούς χαρακτήρες. Η ταινία αρχίζει και ολοκληρώνεται ως ένα περιπετειώδες κοινωνικό δράμα.
Πάρα ταύτα, ο Μιζοκούτσι στο πρώτο μέρος της ταινίας πλάθει ποιητικές, λυρικές εικόνες τις οποίες επαναλαμβάνει στην τελευταία σεκάνς. Το στοιχείο του πόνου συνδέεται με το στοιχείο της φύσης- ιδίως με το νερό- . Στο δεύτερο μέρος- το οποίο επιβεβαιώνει την κυριαρχία της παραγωγής έναντι της επιθυμίας του δημιουργού- ο Μιζοκούτσι συνδέει τον αυταρχισμό της άρχουσας τάξης με την ιστορία ενός ανθρώπου που αγωνίζεται για την ελευθερία του όπως επίσης και με τον αγώνα του, να συναντήσει τη μητέρα του. Η ταινία εξελίσσεται σε ύμνο για τις κατώτερες τάξεις και καταδίκη της φεουδαρχίας. Ο Μιζογκούτσι παρά τα εμπόδια, δημιουργεί μία από τις καλύτερες του ταινίες, βραβευμένη με τον Αργυρό Λέοντα της Βενετίας, το 1954.
Η ιστορία διαδραματίζεται τον 11ο αιώνα, όταν ένας άντρας αντιτάσσεται στην επιθυμία της εξουσίας, εξορίζεται, η γυναίκα του απαγάγεται, την εκπορνεύουν και τα δυο του παιδιά καταλήγουν στην σκλαβιά.
Ο Επιστάτης Σάνσο από την Πέμπτη 27/6 στους κινηματογράφους