10
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2024
screeneye.gr
No Comments 37 Views

Πρεμιέρες… από 25 Ιουνίου

movies in cinemas
Επιμέλεια- Κριτικές:  Ιάκωβος Γωγάκης, Ελίνα Τραιφόρου, Μερόπη Κυριάκου Κακόπιερος

 

1. Όσο Είμαστε Νέοι

While We're Young

Κοινωνική Κωμωδία, 97′, Η.Π.Α 2014

Πρωτότυπος Τίτλος: While We’re Young

Γλώσσα: Αγγλικά

Του  Νόα Μπαουμπάχ

Με τους   Μπεν Στίλερ, Ναόμι Γουότς, Άνταμ Ντράιβερ, Αμάντα Σέιφριντ, Άνταμ Χόροβιτζ

ΠΛΟΚΗ

Στο «Όσο είμαστε νέοι» ο Μπεν Στίλερ είναι ο Τζος, παντρεμένος με την Κορνήλια (Ναόμι Γουότς) αλλά δεν έχουν κάνει παιδιά σε αντίθεση με τους φίλους τους. Ο Τζος προσπαθεί να τελειώσει το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει εδώ και χρόνια όταν ένα νεαρό ζευγάρι, ο Τζέιμι και η Ντάρμπι (Άνταμ Ντράιβερ και Αμάντα Σάιφρεντ) θα βρεθούν στο δρόμο τους. Μέσα από το πάντρεμα των δύο διαφορετικών γενεών, ο Τζος και η Κορνήλια θα αναβιώσουν τη χαμένη τους νιότη τους με τίμημα την απομάκρυνσή τους από τα ζευγάρια της ηλικίας τους, τα οποία αδυνατούν να κατανοήσουν το νέο τρόπο ζωής και το δέσιμό τους με το νεαρό ζευγάρι.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο Νόα Μπάουμπαχ με μια πλειάδα ταινιών, με πιο πρόσφατη το «Frances Ha» το οποίο αγαπήθηκε από τους περισσότερους κριτικούς, ξανασυναντά τον Μπεν Στίλερ με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Δεν σκέφτομαι άρα υπάρχω» σε μια κωμωδία για την κρίση της μέσης ηλικίας και τα επαγγελματικά, προσωπικά, υπαρξιακά, ηθικά αδιέξοδα που μπορεί να προκύψουν.

Στο «Όσο είμαστε νέοι» ο Μπεν Στίλερ είναι ο Τζος, παντρεμένος με την Κορνήλια (Ναόμι Γουότς) αλλά δεν έχουν κάνει παιδιά σε αντίθεση με τους φίλους τους. Ο Τζος προσπαθεί να τελειώσει το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει εδώ και χρόνια όταν ένα νεαρό ζευγάρι, ο Τζέιμι και η Ντάρμπι (Άνταμ Ντράιβερ και Αμάντα Σάιφρεντ) θα βρεθούν στο δρόμο τους. Μέσα από το πάντρεμα των δύο διαφορετικών γενεών, ο Τζος και η Κορνήλια θα αναβιώσουν τη χαμένη τους νιότη τους με τίμημα την απομάκρυνσή τους από τα ζευγάρια της ηλικίας τους, τα οποία αδυνατούν να κατανοήσουν το νέο τρόπο ζωής και το δέσιμό τους με το νεαρό ζευγάρι.

Μέσα από την πλοκή της ιστορίας και την εξέλιξή της, ο Μπάουμπαχ εγείρει διάφορα διλήμματα που αφορούν το πέρασμα του χρόνου χωρίς να παίρνει απαραίτητα θέση στο δίπολο νεός-μεσήλικας που δημιουργεί. Υπάρχει μια κριτική στάση τόσο απέναντι στον Τζος και στην Κορνήλια, που φαίνεται να «νιώθουν παιδιά» (αλλά δεν είναι) και στον Τζέιμι και την Ντάρμπι που θεωρούν το «παλιό» ως «κουλ», επηρεασμένοι από την χίπστερ κουλτούρα. Αυτό που έχει σημασία είναι να μην αποποιείσαι την ηλικία στην οποία βρίσκεσαι. «Οι νέοι δεν είναι κακοί, απλά είναι νέοι». Και το «να ανοίξεις την πόρτα στους νέους» τελικά έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του από τη στιγμή που παίρνεις απόψεις που υπό άλλες συνθήκες θα σου στερούνταν. Αρκεί να μην μείνεις μόνο στην εμφάνιση (βλέπε καπέλα) αλλά να κεντρίσεις τον εσωτερικό σου κόσμο, να αμφισβητησεις, να αναζητήσεις και ν’αναζητηθείς ωστε να ωριμάσεις ξανά σαν άνθρωπος και όχι μόνο ηλικιακά.

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο που κυλάει αφηγηματικά, παράλληλα με τη διαφορά των γενεών: η ουσία της ίδιας της τέχνης. Ο Μπάουμπαχ επιστρατέυει Γκοντάρ και Φλάχερτι για να ορίσει το «αυθεντικό» στον κινηματογράφο. Τί είναι αληθινό; «Να κινηματογραφήσεις τα σκυλιά χωρίς να παρέμβεις» ή να κατευθύνεις με υποκειμενικό τρόπο την κινηματογραφική ροή για να φτάσεις στην ουσία μιας ταινίας; «Αν θέλεις να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ αυτόματα πρέπει να πας στη μυθοπλασία κι αν θες να δώσεις τροφή στη μυθοπλασία σου πρέπει να γυρίσεις πίσω στην πραγματικότητα» είπε ο Γκοντάρ. Ο Μπάουμπαχ μεταξύ σοβαρού και αστείου φτιάχνει μια μυθοπλαστική ταινία για έναν ντοκιμαντερίστα που εμπλέκεται σε ένα ντοκιμαντέρ που παραποιεί την αλήθεια με μυθοπλαστικές τεχνικές.

Πόσες ταινίες ακόμα να αντέξει κανείς για τη κρίση της μέσης ηλικίας όταν έχει εξαντλήσει το θέμα ο Γούντι Άλεν; Ναι αλλά είχε μέσα τελετή με σαμάνους με χρήση αγιαχουάσκα; Γιατί να ξαναδείς μια άλλη εκδοχή του «Όλα για την Εύα»; Γιατί εδώ ο σκηνοθέτης μιλάει για την λανθασμένη εξομοίωση της επιτυχίας με την ευτυχία, επανατοποθετώντας της στον σύγχρονο κόσμο με μια φρεσκάδα και ελαφράδα που κρύβει μέσα της βαρύτητα.

Το τέλος κυκλικό φαινομενικά συμβατικό από ένα ζευγάρι που απομακρύνθηκε από τα στερεότυπα ιδανικά της οικογενειακής ζωής για να τα ενστερνιστεί. Φαινομενικά συμβατικό γιατί το τελευταίο πλάνο, αν όχι τόσο καυστικό όπως σε ταινίες του Σολοτζ, μας δείχνει ένα παιδί με ένα κινητό τηλέφωνο. Το αν αυτό είναι ελπιδοφόρο ή σκοτεινό αφήνεται στην κρίση του θεατή. Το σίγουρο είναι όσο κι αν είμαστε νέοι πάντα θα υπάρχει μια γενιά που θα μας ξεπερνάει. Τίποτα δεν είναι μόνιμο. Εκτός κι αν είσαι στη μέση ηλικία οπότε δοκίμασε να γελάσεις με τον φίλο σου α λα «Louie CK» ακόμα και για την μόνιμη αρθρίτιδα. Το γέλιο κόβει χρόνια, με ή χωρίς καπέλο. Και δένει πολύ όμορφα με τον Μπάουμπαχ.

Ε.Τ

 

Η ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ ΤΟΥ SCREENEYE

 

 

 

 

2. Ταξίδι στην Ιταλία

The Trip to Italy

Κωμωδία, Δράμα,108′ Μ. Βρετανία 2014

Πρωτότυπος Τίτλος: The Trip to Italy

Γλώσσα: Αγγλικά

Του   Μάικλ Γουίντερμπότομ

Με τους Στιβ Κούγκαν, Ρομ Μπράιντον

ΠΛΟΚΗ

 Δύο φίλοι, έξι γεύματα σε διαφορετικές τοποθεσίες σε ένα road trip (ταξίδι με το αυτοκίνητο) στην Ιταλία: Λιγουρία, Τοσκάνη, Ρώμη, Αμάλφι και Κάπρι.Ο  Rob και ο Steve αναλαμβάνουν για άλλη μια φορά, να παρουσιάσουν για λογαριασμό της εφημερίδας The Observer,την κριτική τους για ορισμένα εστιατόρια.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Με το ίδιο καστ ηθοποιών, το δυναμικό δίδυμο Steve Coogan και Rob Brydon επέστρεψε στις κινηματογραφικές αίθουσες ο Michael Winterbottom. Η νέα παραγωγή, sequel στο «The trip»(2010), ευχάριστα μας ταξιδεύει αυτή τη φορά, από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ιταλία δημιουργώντας την απορία εάν θα υπάρξει και ποια θα είναι η συνέχεια της συνεργασίας των δυο κωμικών σε ένα μελλοντικό τρίτο μαγευτικό προορισμό.

Το «The Trip to Italy» αφορά και πάλι ένα γαστρονομικό road trip. Ακολουθεί τους δυο χαρακτήρες πέραν από τη περιδιάβαση στα άδυτα των υδατανθράκων, των θαλασσινών και λοιπών εδεσμάτων που παρελαύνουν εντυπωσιακά στα πιάτα και τα ποτήρια τους, από τη βόρεια Piemonte στην ακτή του Αμάλφι, προς περισυλλογή του απαραίτητου υλικού από έξι ιταλικά εστιατόρια για τις ανάγκες των κριτικών τους κειμένων για την «The Observer» του Λονδίνου. Ταξιδεύοντας με ένα Mini Cooper και έχοντας το Jagged Little Pill (1995) της Alanis Morissette να τους συντροφεύει στη διαδρομή, ο Coogan και Brydon συμπληρώνουν το χρόνο μεταξύ δειγματοληψίας, γευμάτων και διαμονής σε παραδεισένιους προορισμούς και εντυπωσιακούς ξενώνες, με σκέψεις για την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη ζωή και μια αδιάκοπη αναπαράσταση διαλόγων πληθώρας χαρακτήρων από κλασικές και μη κινηματογραφικές παραγωγές.

Λογοτεχνική τους αναφορά, αυτή τη φορά, ο Λόρδος Βύρων, ο οποίος έζησε στην Ιταλία το 1817, πριν από τη συμμετοχή του στην ελληνική επανάσταση. Με ρομαντική και ποιητική αφήγηση, ενίοτε με χιούμορ και τη συντροφιά των (λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών) φαντασμάτων, οι δυο τους στοχάζονται για τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο.

Το παλιό και το νέο, το θνητό και το αιώνιο εναλλάσσονται όχι μόνο ως σχήματα λόγου αλλά και ως διάσπαρτες αναφορές σε εικόνες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Η θεματολογία που επιλέγει ο Winterbottom, σοβαροφανής για αυτή τη ταινία και μια τάση μελαγχολίας η οποία προκύπτει από τη συγκρουόμενη συνύπαρξη των εν λόγω στοιχείων εξαλείφεται, και επιτυγχάνεται τελικά εξισορρόπηση από τη γενικότερη αισθητική του φιλμ που υπαγορεύει το χιούμορ, το λογοπαίγνιο, τη χαλαρότητα και τέρψη στο ηλιόλουστο μεσογειακό σκηνικό, που περιβάλλει τους πάντες. Μετατοπίζοντας ακόμη περισσότερο (σε σχέση με την πρώτη του ταινία) τη βαρύτητα από το γαστρονομικό κομμάτι αυτού του ταξιδιού, ο Winterbottom, μας περιγράφει άρτια τη νέα ιστορία που πλάθει για τους δυο συνεργάτες, δημιουργώντας μας την επιθυμία να κρατάμε σημειώσεις για τους όποιους προορισμούς με το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό υπόβαθρο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως το φιλμ παραπέμπει σε ταξιδιωτικό.

M.K.K

 

 Η ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ ΤΟΥ SCREENEYE

 

 

 

3.  Ξεχασμένες Ζωές

Still Life

Ρομαντική κωμωδία, 107′, Μ. Βρετανία/Ιταλία 2013

Πρωτότυπος Τίτλος: Still Life

Γλώσσα: Αγγλικά

Του  Ουμπέρτο Παζολίνι

Με τους Έντι Μαρσάν, Τζόαν Φρόγκατ, Κάρεν Ντριούρι, Νιλ Ντε Σόουζα

ΠΛΟΚΗ

 Η δουλειά του σχολαστικού John May (Eddie Marsan) είναι να εντοπίζει με κάθε τρόπο τους συγγενείς όσων έχουν πεθάνει μόνοι και να οργανώνει τις κηδείες τους. Είναι τόσο παθιασμένος με τη δουλειά του που κάνει πολλά περισσότερα από αυτά που ορίζει το απλό καθήκον. Ταυτίζεται με τους «ξεχασμένους πελάτες» του και προσπαθεί να τους καταλάβει μέσα από αυτά που έχουν αφήσει πίσω τους. Τους συνοδεύει στην τελευταία τους κατοικία, με σεβασμό και αξιοπρέπεια, επιλέγει τη μουσική της κηδείας και γράφει τους επικήδειους λόγους, ακόμα κι αν είναι ο μοναδικός που θα τους ακούσει.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο Ουμπέρτο Παζολίνι σκηνοθετεί το «Ξεχασμένες Ζωές» αποσπώντας πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων το βραβείο Οριζόντων στο Φεστιβάλ της Βενετίας και το βραβείο καλύτερης ερμηνείας για τον Έντι Μάρσαν στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου.

Η δουλειά του Τζον Μέι είναι αρκετά παράξενη. Ψάχνει να βρει συγγενείς αποθανόντων για να οργανώσει τη κηδεία τους. Δεν ασχολείται όμως τυπικά με τις υποθέσεις, μαζεύει αντικείμενα από τα σπίτια τους, έχει άλμπουμ με φωτογραφίες τους, απορροφώντας έτσι μέσα του τις ζωές τους σαν ένας «αόρατος συγγενής». Κάποια στιγμή θα χάσει την δουλειά του και στην τελευταία του υπόθεση θα συναντήσει συγγενείς και φίλους ενός αλκοολικού άντρα που συμπτωματικά ήταν και ο απέναντι γείτονάς του.

Ο Ιταλός Ουμπέρτο Παζολίνι διάλεξε μια χώρα που του «ταιριάζει γάντι». Ο Τζον Μέι με την σχολαστικότητά του, την κονσέρβα και την φέτα ψωμί του τοστ δεν θα μπορούσε παρά να είναι Άγγλος. Αλλά και η απόκρυψη συναισθημάτων, η έλλειψη εντάσεων που αποδίδονται στον χαρακτήρα του είναι στενά δεμένες με την στερεότυπη ιδιοσυγκρασία ενός Άγγλου. Κυρίως όμως ποτίζει την οθόνη με μια καταπληκτική, ανεπιτήδευτη φωτογραφία με ξεθωριασμένα χρώματα που παραπέμπει  στην μουντάδα της Αγγλικής ατμόσφαιρας και στη θεματολογία του ίδιου του έργου.

Ο τίτλος «Ξεχασμένες Ζωές» αδικεί τον πρωτότυπο τίτλο «Still life». «Still life» είναι η νεκρή φύση στους πίνακες και σχετίζεται με τη δυναμική που δίνει ο Ουμπέρτο Παζολίνι στον τρόπο που φωτογραφίζει τα άψυχα αντικείμενα. Άψυχα αντικείμενα που όμως έχουν «ακόμα ζωή» (αν μεταφραστεί έτσι και το still life). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή που ο Τζον Μέι πηγαίνει στο σπίτι μιας νεκρής γυναίκας για να δει ένα άψυχο μαξιλάρι με ζάρες, που κουβαλάει πάνω του κινήσεις, απομεινάρι ψυχής. Το πλάνο είναι σχεδόν ποιητικό ως ιδέα, ως οπτική σύλληψη του θανάτου που από τη μια καταστρέφει το σώμα και από την άλλη αφήνει σημάδια στα αντικείμενα με τον άνθρωπο «να υπάρχει και να μην υπάρχει».

Η ταινία έχει ως κύριο μοχλό τη μοναξιά, τόσο μέσα από τη δουλειά του Τζον Μέι όσο και από τον ίδιο τον Τζον Μέι, που όπως φαίνεται τον συντροφεύουν αυτά τα «απομεινάρια ψυχής». Στην τελευταία του υπόθεση όμως, ξετυλίγεται η ζωή ενός ανθρώπου, του απέναντι, ως μια ιστορική αναδρομή, η οποία λειτουργεί και μεταφορικά ως καθρέφτης, για το πως καταλήγει κάποιος απομονωμένος και κοινωνικά περιθωριοποιημένος. Θα μπορούσε να είναι και η κατάληξη του ήρωα από τη στιγμή που έχει χάσει τη δουλειά του. Δεν είναι τυχαίο το πλάνο που ο πρωταγωνιστής κοιτάζει στο παράθυρο του νεκρού γείτονα για να δει την αντανάκλαση του ίδιου του του εαυτού. Στην πορεία μιλώντας με συγγενείς και φίλους του νεκρού, θα ζωντανέψει τον νεκρό αλλά και τον ίδιο μέσα από τη λύτρωση της επικοινωνίας.

Ο ρυθμός του έργου είναι αργός και χαμηλών τόνων όπως και ο κεντρικός χαρακτήρας του. Δεν αποφεύγονται όμως οι μελοδραματισμοί, τα κλισέ, οι απλουστεύσεις και ενίοτε ο διδακτισμός. Ο σκηνοθετικός χειρισμός όμως απαλύνει το εν δυνάμει κραυγαλέο, έστω και αν το υποτονικό ύφος φαντάζει λίγο φεστιβαλικά τυποποιημένο.

Ο Παζολίνι ποντάρει στην αγάπη. Ακόμα και τη στιγμή του θανάτου. Ακόμα και μετά το θάνατο. Γιατί η μνήμη είναι τελικά η μόνη αθανασία.

E.T

 

 Η ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ ΤΟΥ SCREENEYE

4. Χορωδία

Boychoir

Δράμα,  103′, Η.Π.Α  2014

Πρωτότυπος Τίτλος: Boychoir/The Choir

Γλώσσα: Αγγλικά

Του  Φρανσουά Ζιράρ

Με τους   Ντάστιν Χόφμαν, Κάθι Μπέιτς, Έντι Ιζάρντ, Ντέμπρα Γουίνγκερ, Τζος Λούκας, Κέβιν ΜακΧέιλ, Γκάρετ Γουόρινγκ, Τζο Γουέστ, Ρίβερ Αλεξάντερ

ΠΛΟΚΗ

 Ένα 12χρονο αγόρι που πρόσφατα έχασε τους γονείς του καταλήγει σε ένα μουσικό οικοτροφείο, με τα δίδακτρα πληρωμένα από έναν ανώνυμο ευεργέτη. Κανείς δεν περιμένει ότι αυτό το ατίθασο και μοναχικό πλάσμα θα καταφέρει να μπει στο συγκρότημα Boychoir – μια χορωδία αγοριών, που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο διατηρώντας υψηλά το κύρος της σχολής της.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Η νέα ταινία του Καναδού Φρανσουά Ζιράρ(Το Κόκκινο Βιολί) ακολουθεί σε πιο ήπιους τόνους τα αχνάρια του πρόσφατου-βραβευμένου με 3 Όσκαρ-  μουσικού έργου « Χωρίς Μέτρο»(Whiplash), για την αέναη προσπάθεια που καταβάλλει ένα 11χρόνο παιδί να καλλιεργήσει το φωνητικό του ταλέντο, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του μέντορα και μουσικοπαιδαγωγού του, παράλληλα τιθασεύοντας  τις εξάρσεις και παρορμήσεις του, επακόλουθο των ταραγμένων παιδικών του χρόνων, με μητέρα εθισμένη στο αλκοόλ και πατέρα ωσεί παρών.

Μολονότι ο Ζιράρ  είναι προσανατολισμένος στο να διατηρήσει μια ακίνδυνη και μελοδραματικά φορτισμένη σεναριακή δομή , στο πλαίσιο μιας συντηρητικής παράδοσης(επενδύοντας μόνο στους άριστους), ορατή και σε επίπεδο τεχνικό, ακόμα και από το εκλεπτυσμένο στήσιμο των διαλόγων, του χώρου(εντός ενός αυστηρού αμερικάνικου μουσικού σχολείου), όλα αυτά εξισορροπούνται, από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την ίδια την τέχνη, την ανιδιοτελή διδασκαλία της και την αξία της στον σύγχρονο κόσμο.

Ταυτόχρονα, καταπιάνεται με κάτι ιδιαίτερα σημαντικό- το είδαμε και στο Whiplash-, για τον ανταγωνισμό, αντιμετωπίζοντας τον ως δίκοπο μαχαίρι, που από τη μια,  μπορεί να βοηθήσει η ορθή χρήση του, και να βλάψει από την άλλη , όταν η ψυχολογία της αντιπαλότητας, υπερνικά το ομαδικό πνεύμα. Ενδιαφέρουσα η διπλή χρήση του στο έργο και στον τρόπο που υπεισέρχεται ο ανταγωνισμός στους ανήλικους ήρωες μας, στον βασικό ήρωα ονόματι Στετ(Γκάρετ Γουόρινγκ) και τον ζηλιάρη συνομίληκο του Γουόλι(Κέβιν ΜακΧέιλ) αλλά και στην διαφορετική πιο ώριμη και επωφελή προσεγγίσει  των δύο ενήλικων πρωταγωνιστών,  του Κάρβελ(Ντάστιν Χόφμαν) και του Τζέραρντ (Τζος Λούκας), με τις δικές τους υπόγειες κόντρες να είναι υπαρκτές αλλά διαχειρίσιμες.

Ο 77χρόνος Ντάστιν Χόφμαν προσδίδει στον ρόλο του μουσικοδιδασκάλου μια αίσθηση μελαγχολίας, υπερευαισθησίας και μοναξιάς, τα τελευταία χρόνια  τα αντιμετωπίζει  και στην προσωπική του ζωή, αλλά εδώ δένουν με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα.

Ι.Γ

 

Η ΤΑΙΝΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΕΣ ΤΟΥ SCREENEYE

 

 

 

 

 

5. Μακριά από το Πλήθος

Far from the Madding Crowd

Δράμα Εποχής ,  119′, Μ. Βρετανία 2015

Πρωτότυπος Τίτλος:Far from the Madding Crowd

Γλώσσα: Αγγλικά

Του Τομας Βιντερμπεργκ

Με τους   Τζούνο Τεμπλ, Κάρεϊ Μάλιγκαν, Μάικλ Σιν, Ματίας Σένερτς, Τομ Στάριτζ, Τζέσικα Μπάρντεν

ΠΛΟΚΗ

Βασισμένο στο κλασικό μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι, το «Μακριά από το Πλήθος» είναι η ιστορία της Μπάθσιμπα Έβερντιν (Κάρεϊ Μάλιγκαν), μιας ανεξάρτητης και δυναμικής νεαρής γυναίκας που κληρονομεί τη φάρμα του θείου της. Οικονομικά αυτόνομη (κάτι το σπάνιο στη βικτωριανή εποχή), όμορφη και πεισματάρα, η Μπάθσιμπα προσελκύει τρεις πολύ διαφορετικούς αλλά αποφασισμένους μνηστήρες: τον Γκάμπριελ Όουκ (Ματίας Σένερτς), έναν βοσκό μαγεμένο από την ισχυρογνωμοσύνη της, τον Φρανκ Τρόι (Τομ Στέριτζ), έναν όμορφο και απερίσκεπτο λοχία, και τον Ουίλιαμ Μπόλντγουντ (Μάικλ Σιν), έναν ευκατάστατο και ώριμο εργένη.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Ένα από τα  αγαπημένα μυθιστορήματα των Βρετανών, χέρι χέρι με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», βρίσκεται σύμφωνα με το BBC το «Μακριά απ’το αγριεμένο πλήθος» του Τόμας Χάρντι, γραμμένο το 1874. Ο Δανός σκηνοθέτης της «Οικογενειακής  Ζωής » και του « Κυνηγιού»  Τόμας Βιντερμπεργκ, αποφασίζει να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το συγκεκριμένο έργο υιοθετώντας -όπως φαίνεται- πλήρως το τυπικό ύφος των ρομαντικών ταινιών εποχής, αφαιρώντας ταυτόχρονα κάποια κομμάτια της ιστορίας, όπως επί παραδείγματι είναι ο θάνατος ενός βρέφους. Ο Βιντερμπεργκ με την στόχευση στο πρόσωπο της κεντρικής του ηρωίδας, φανερώνει αρχικά την επιθυμία του να επικεντρωθεί σε κάποια προχωρημένα για εκείνα τα χρόνια  επαναστατικά-φεμινιστικά χαρακτηριστικά της Μπάθσιμπα Έβερντιν, σπάζοντας τις κοινωνικές νόρμες ( η επιθυμία της για ανεξαρτησία και ισότητα και να αποδεσμευτεί από τα στερεότυπα που κουβαλούσε το φύλο της ),  αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο στην πορεία του έργου, τα αφήνει , παρουσιάζοντας μια αμφιλεγόμενη εικόνα της, δηλαδή μιας γυναίκας που υποκύπτει σε έναν από τους μνηστήρες της  και γίνεται σαν όλες τις άλλες, απελπισμένη να γευτεί τον έρωτα κι όταν αυτός(ο έρωτας) αποδεικνύεται φενάκη, θα πέσει στην αγκαλιά ενός άλλου – για χρόνια ερωτευμένου μαζί της- άνδρα, χωρίς να μπορεί να μας πείσει για τα αμφίδρομα και δικά της συναισθήματα.  Ενώ η Κάρεϊ Μάλιγκαν διαθέτει τεράστια υποκριτική γκάμα, που θα απελευθέρωνε τον Δανό σκηνοθέτη να κτίσει πάνω της έναν  πολύπλοκο ρόλο, ο Βιντερμπεργκ μένει στο πρώτο-εύκολο- επίπεδο ανάγνωσης, μη μπορώντας να νιώσει τον ψυχισμό της ηρωίδας του Τόμας Χάρντι, επενδύοντας στις υπεραπλουστεύσεις και χωρίς να ξέρει προς τα πού να κινηθεί, είτε προς την τυπική κλασική προσαρμογή του μυθιστορήματος  ή προς μια σύγχρονη  ανακατασκευή του.

Επειδή πρόκειται για σκηνοθέτη μεγάλου βεληνεκούς, δεν μπορούμε να μηδενίσουμε το έργο του, φωτεινές στιγμές υπάρχουν και θα τις βρούμε στην απόδοση των τριών κύριων χαρακτήρων, στα κουστούμια και σε  2-3 αριστουργηματικά πλάνα, όπως για παράδειγμα στον τρόπο που κινηματογραφεί το ομιχλώδες αλλά καταπράσινο τοπίο, τη στιγμή της πρώτης σεξουαλικής ορμής της Μπάθσιμπα Έβερντιν και του λοχία Φρανκ Τρόι. Πομπώδες και κλισέ το σαούντρακ, για τέτοιου είδους ταινίες .

Ι.Γ

 

 

 6. Slow West

Slow West

Περιπέτεια, Δράση,Θρίλερ, 84′, Μ.Βρετανία 2015

Πρωτότυπος Τίτλος: Slow West

Γλώσσα: Αγγλικά

Του  Τζον Μακλίν

Με τους  Μάικλ Φασμπέντερ, Κόντι Σμιτ Μακφί, Καλάνι Κουιέπο, Μπεν Μέντελσον, Κάρεν Πιστόριους

ΠΛΟΚΗ

 Ο 16χρονος αριστοκράτης Τζέι (Κόντι Σμιτ-Μακφί) μεγαλώνει στα Χάιλαντς της Σκωτίας μαζί με την Ρόουζ, την κόρη ενός ταπεινού αγρότη. Ενώ οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι η φιλία τους με τα χρόνια εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο, ο πατέρας της Ρόουζ αποφασίζει να μεταφέρει την οικογένειά του στην Αμερική. Συντετριμμένος για την απώλειά του, ο Τζέι γυρνά την πλάτη του στην προνομιούχο ζωή του και ξεκινά να βρει την χαμένη του αγάπη στη νέα ήπειρο.
Εκεί, συναντά έναν επικίνδυνο και μυστηριώδη περιπλανώμενο, τον Σίλας Σέλεκ (Μάικλ Φασμπέντερ). Παρόλο που μια τέτοια συνάντηση κανονικά θα οδηγούσε σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου, ο Σίλας επιλέγει να μην σκοτώσει τον Τζέι και αντίθετα του προσφέρει προστασία, σε αντάλλαγμα για χρήματα. Μαζί, διασχίζουν ένα πανέμορφο αλλά και δυσοίωνο τοπίο, που κατοικείται από κάθε είδους και καταγωγής ανθρώπους.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Άγριος σαρκασμός της κλασικής δομής των ταινιών γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε,  με τους θαρραλέους καουμπόηδες , τη μοιραία γυναικεία παρουσία και τους επικηρυγμένους σε αφίσα άντρες (Wanted), όπως στο «Κάποτε στη Δύση», παράλληλα και φόρος τιμής στο στιλ του γοητευτικού πιστολέρο Κλιντ Ίστγουντ, από την ταινία   «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος», με τον Μαικλ Φασμπέντερ να αντεπεξέρχεται επιτυχημένα του ρόλου του. Κατανοούμε τους λόγους που ο  νεοφερμένος σκηνοθέτης Τζον Μακλίν παρουσιάζει ένα ειρωνικό,  κυνικό και σκόπιμα αργόσυρτο φιλμ, (με έντονο αρτιστίκ πασπάλισμα, άρτια η φωτογραφία του, αλλά τι να το κάνεις όταν είναι ψηφιακά επεξεργασμένη), σαν να επιθυμεί να γίνει συνεχιστής, των Κοέν, του Τζάρμους (με τον « Νέκρό»)  ή του Ταραντίνο,  ναι, στην αρχή μας δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ότι εδώ, στο δημιούργημα του, υπάρχει φλέβα χρυσού, αλλά σιγά σιγά  ο σαρκασμός εξαντλείται, επαναλαμβάνεται και αποκαλύπτεται  ότι ο θησαυρός είναι άνθρακας, το στόρι είναι εξαρχής θολό και παραμένει έτσι μέχρι και το τέλος. Μια μοναδική σκηνή κλέβει τις εντυπώσεις, με τον Σίλας(Φασμπέντερ) ως μπαρμπέρη να ξυρίζει τον16χρονο αριστοκράτη Τζέι(Κόντι Σμιτ-Μακφί), σε μια στιγμή απείρου καλλους. Το μουσικό ντύσιμο της ταινίας από το ρομαντικό αριστούργημα του Καρ Γουάι « Ερωτική Επιθυμία» δεν γνωρίζουμε σε τι αποσκοπούσε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιείται  για να δείξει πως αυτό το υπέροχο σάουντρακ μπορεί να ταιριάξει ακόμα και σε ένα γουέστερν, ίσως   να θέλει να τονίσει την υποτιθέμενη ερωτική επιθυμία του Τζέι με την Ρόουζ .

Το έργο γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία και κέρδισε το  Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Sundance 2015.

Ι.Γ

 

 

 

7. Ο Κιτρινομύτης σε Τρελές Πτήσεις

Yellowbird

Animation,Περιπέτεια ,  90′, Γαλλία/Βέλγιο 2014

Πρωτότυπος Τίτλος:Gus – Petit Oiseau, Grand Voyage/Yellowbird

Γλώσσα: Αγγλικά

Του Κρίστιαν Ντε Βίτα

Φωνές : Ιζαμπέλ Ρενό, Άρθουρ Ντουπόντ, Σάρα Φορεστιέρ

ΠΛΟΚΗ

Ο Κιτρινομύτης είναι ένα μικρό ορφανό πουλί που έχει χάσει την οικογένειά του από τη μέρα που έπεσε από τη φωλιά. Η Πασχαλίτσα τον υιοθετεί και τον μεγαλώνει σε ένα εγκαταλελειμμένο καλύβι στο δάσος, χωρίς κανένα άλλο πουλί ως πρότυπο – κι έτσι, ο καλόκαρδος Κιτρινομύτης φοβάται να απογειωθεί και να πετάξει μακριά.

Μια μέρα, η Πασχαλίτσα τον πείθει να βγει από το σπίτι για να ψάξει για κάτι που υποτίθεται ότι έχει κληρονομήσει από την γιαγιά της. Καθώς ο Κιτρινομύτης διασχίζει διστακτικά το δάσος, συναντά τον Δαρείο, τον πατριάρχη μιας οικογένειας αποδημητικών πουλιών που ετοιμάζονται να αναχωρήσουν σε πιο ζεστά μέρη για να προλάβουν το χειμώνα. Όταν η Πασχαλίτσα ισχυρίζεται μπροστά στα υπόλοιπα πουλιά ότι ο Δαρείος ξεχώρισε τον Κιτρινομύτη για να τους οδηγήσει στην Αφρική, ο ίδιος δεν την διορθώνει και έτσι αναλαμβάνει την τεράστια πρόκληση, λαχταρώντας έτσι να αποκτήσει την δική του οικογένεια.

 

 

 

Κυκλοφορούν επίσης οι ταινίες Εξολοθρευτής: Γένεsys και Παγιδευμένη Ψυχή: Κεφάλαιο 3

 Ιάκωβος Γωγάκης, Ελίνα Τραιφόρου, Μερόπη Κυριάκου Κακόπιερος

Επικοινωνία
Γενικό e-mail επικοινωνίας screeneyefilm@gmail.com Για αποστολή δελτίων τύπου κινηματογραφικών εκδηλώσεων cine-events@screeneye.net
Εγγραφείτε στο Newsletter μας
Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας για να μαθένετε πρώτοι τα τελευταία νέα μας!

Back to Top