Σμύρνη μου Αγαπημένη

Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Στο θέατρο, η δραματοποίηση είναι επιθυμητή για την αναγκαία σκηνική δράση και παράλληλα, για να προβληθούν ευκρινώς, οι σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Ένα κείμενο στο θέατρο, μπορεί να μη φέρει πάντα τη βαρύτητα του περιεχομένου των έργων του Μπέκετ ή του Πίντερ και να απαιτείται από τον ηθοποιό να το μεταμορφώσει στα δικά του μέτρα και σταθμά. Αρκεί ( ο ηθοποιός) να διαθέτει ερμηνευτική δεινότητα και ορθή χρήση της υποκριτικής δραματουργικής γλώσσας.
Στο θέατρο επίσης, το κοινό ταυτίζεται με τα πρόσωπα( πολύ πιο έντονα απ’ ότι στο σινεμά), είτε βρίσκονται στο «σανίδι» μπροστά, είτε πίσω.
Λέμε επί παραδείγματι « απόψε θα πάμε στου Κουν… θα δούμε Βαλτινό…θα δούμε Δανδουλάκη».
Η Μιμή Ντενίση, μεταφέρει το θεατρικό της brand name( όποιο κι αν είναι) αυτούσιο στο σινεμά, όχι σε μια ταινία κοινωνικού -προσωπικού προσανατολισμού, αλλά ιστορικού. Μέγα ατόπημα.
Αυτοπροβάλλεται, χωρίς να σκοτίζεται ιδιαίτερα για τους κανόνες της κινηματογραφικής γλώσσας , για τις σφιχτοδεμένες αφηγήσεις και για κάποιο –έστω- υποτυπώδες εσωτερικό βάθος σε πρόσωπα και καταστάσεις. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας με την ίδια παρούσα, αλλά και σε ποιους το έργο αφιερώνεται, αποδεικνύουν ότι η λογική του εμπορικού-μαζικού θεάτρου, επικαλύπτει τα πάντα.
Ως απάντηση στο αδιέξοδο της σεναριακής γραφής, μαζί με τον σκηνοθέτη του έργου Γρηγόρη Καραντινάκη, επενδύουν σε αποφθέγματα, σε ατάκες και στην ερμηνευτική δραματοποίηση κάποιων χαρακτήρων, όπως για παράδειγμα είναι ο ρόλος του ηλικιωμένου Πολύκαρπου ( Γιάννης Βογιατζής).
Στην ταινία, το ιστορικό πλαίσιο -από το 1916 μέχρι το 1922- διατηρείται στην ιστορική του διάσταση ( Νοεμβριανά, εθνικός διχασμός, η κυβέρνηση των Αθηνών, η κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, η Αντάντ, η επιστροφή Βενιζέλου η εκδίωξη Κωνσταντίνου, η εμπλοκή στον πόλεμο), αλλά μονάχα στο επίπεδο του λόγου, δεν προκύπτει εξαιτίας πειστικών γεγονότων, μέσα στην ταινία.
Υποκρύπτεται μια τάση φιλοβασιλική, στο σενάριο που συνέγραψε ο Μάρτιν Σέρμαν με την Μιμή Ντενίση κι ένα «τσαλάκωμα« του κινηματογραφικού της συζύγου (Λεωνίδας Κακούρης), ο οποίος εμφανίζεται ως ένας βενιζελικός εθνικιστής που διατηρεί και εξωσυζυγική σχέση.
Η αρχική σύνδεση του σύγχρονου προσφυγικού ζητήματος με την καταστροφή της Σμύρνης , γεννάει προσδοκίες αλλά διαψεύδονται στην πορεία, από την απόφαση να κατευθύνουν οι κάμερες πάνω στην Ελληνίδα κοσμική σταρ, κρατώντας ( η Ντενίση), ένα ρόλο εντελώς άνευρο, άνευ λόγου αυτοσχεδιαστικό, μιας δήθεν σοφής Σμυρνιάς- μάδερ φαμίλια- που μπορεί εκ των προτέρων- την ώρα που πίνει το τσάι της-να κρίνει ότι η Συνθήκη των Σεβρών θα ξυπνήσει τον μεγαλοϊδεατισμό και θα φέρει την καταστροφή. Ποιος άραγε είναι ο μεγαλοϊδεατιστής στην ταινία « Σμύρνη μου Αγαπημένη;»