12
ΑΠΡΙΛΙΟΥ
2024
screeneye.gr
No Comments 164 Views

I’m a cyborg but that’s ok

Η Αδικημένη Ταινία του Παρκ Τσαν-Γουκ " I'm a cyborg but that's ok" στο Ανθολόγιο Κορυφαίων Ταινιών

poster 1.c

 Κωμωδία- Δράμα-Ρομαντική, 105 Νότια Κορέα 2006, Γλώσσα: Κορεάτικα

του Παρκ Τσαν-Γουκ

 

Το “I’m a cyborg but that’s ok” αποτελεί ολόκληρο μια αλληγορία για τη διαφορετικότητα και την αναζήτηση του νοήματος της ζωής και του προορισμού της ύπαρξης. Από την αρχή μέχρι το τέλος προσπαθεί να αποδώσει περιφραστικά την ανομοιογένεια των χαρακτήρων, που όμως η κατάλληλη δόση σεβασμού οδηγεί στην άμβλυνση των διαφορών τους. Μια ταινία που εξαρχής λειτουργεί με αντιπερισπασμούς(άλλο περιμένεις και άλλο προκύπτει)εκτός ίσως από το καθησυχαστικό δεύτερο μισό του τίτλου της, που προοικονομεί ένα αισιόδοξο μήνυμα.

Η Yoong-Goon(Lim Su-Jeong)μπαίνει σε ψυχιατρική κλινική ύστερα από ένα επεισόδιο στη δουλειά της, πιστεύοντας πως είναι ρομπότ, και ακολουθώντας τα χνάρια της γιαγιάς της που επίσης βρίσκεται σε ανάλογη κλινική, πιστεύοντας πως είναι ποντίκι. Εκεί η Yoong-Goon θα συναντήσει μια κοινότητα ανθρώπων με ιδιαιτερότητες και διαφορετικά προβλήματα, καθώς και τον IL-Soon(B-Rain),έναν κλεπτομανή που πιστεύει πως έχει την ικανότητα, εκτός από υλικά πράγματα, να κλέβει και τις ιδιότητες των ανθρώπων. Οι δυο τους θα αναπτύξουν μια ιδιαίτερα δυνατή σχέση.

 

Ο Chan-Wook Park( OldBoy) αντιπαραβάλει δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους που όμως κινούνται παράλληλα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, κι ενώ μοιράζονται τα ίδια “συστατικά”, διαφέρουν τόσο ως προς τον χώρο που τους φιλοξενεί, όσο και ως προς την ταυτότητα που τους προσδιορίζει. Ο ένας, είναι αυτός της κοινωνίας, ο άλλος αυτός της κλινικής. Η σχέση τους άμεση και αλληλοτροφοδοτούμενη, καθώς όσο ο πρώτος “αδειάζει” απ’τους κατοίκους του, τόσο ο δεύτερος “γεμίζει” από τους ίδιους. 

Οι αρχικές σκηνές γίνονται ένα δυναμικό αφηγηματικό εργαλείο στα χέρια του Park, και το πεδίο δράσης των ηρώων του μετατρέπεται σε μια κομψή σφαίρα επιρροής με αποδέκτες τους θεατές. Το εργασιακό περιβάλλον της Yoong-Goon με τις ανθρώπινες φιγούρες παραταγμένες στη σειρά και σε απόλυτη ομοιομορφία κινήσεων, στάσης σώματος και χρωμάτων θεμελιώνει τον παράγοντα “αλλοτρίωση” στο κέντρο της ταινίας. Οι εργάτριες τοποθετούν το δικό τους μικρό εξάρτημα στο ραδιόφωνο που κατασκευάζει το εργοστάσιο όπου δουλεύουν, και τελικά οικειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό την αυτοματοποιημένη διαδικασία που λησμονούν την ανθρώπινη τους υπόσταση και μετατρέπονται και εκείνες σε τμήμα της γραμμής συναρμολόγησης.

9

Η εκφραστική δυναμική εντύπωση του κόκκινου χρώματος της στολής τους σε αντίθεση με την αποστειρωμένη απόχρωση του περιβάλλοντα χώρου, υποσκελίζεται από τη δύναμη της  ομοιομορφίας. Το κόκκινο, σύμβολο της ίδιας της ζωής αλλά και του κινδύνου ή ακόμα και του θανάτου, λειτουργεί δραματουργικά καθώς από τη μια προωθεί την εξέλιξη και από την άλλη ο δυναμισμός που επιδιώκεται να εκφραστεί μέσα από αυτή την επιλογή δεν εκδηλώνεται, αλλά ανασκευάζεται, τιθασεύεται και χρηστικά μεταφράζεται σε μαζικότερη παραγωγή. 

Η μόνη που αντιδρά στο “καλολαδομένο” κοινωνικό σύστημα είναι η Yoong-Goon, η οποία χαρακτηρίζεται συναισθηματικά και ψυχολογικά ασταθής, κοινωνικά μη αποτελεσματική και οδηγείται στην ψυχιατρική κλινική για να προσδιορίσει την ταυτότητά της. Μια ταυτότητα που εκείνη γνωρίζει εκ των προτέρων, ωστόσο, δεν της επιτρέπεται να αποκαλύψει . Η μόνη της επιλογή σε έναν κόσμο συναισθηματικά κενό είναι να γίνει ρομπότ, καθώς αυτό φαντάζει συνώνυμο της ανθρώπινης υπόστασης.

Ο Park με πραγματική μαεστρία χρησιμοποιεί το θέμα της τυποποίησης και μηχανοποίησης για να αντιταχθεί απέναντί της με τον πιο αποδοτικό καλλιτεχνικά τρόπο. Μετατρέπει τη βαριά ατμόσφαιρα ενός  θέματος ταμπού σε μια απρόβλεπτη δημιουργική περιπέτεια, που χωρίς να υποβιβάζει τη σοβαρότητα της κατάστασης απελευθερώνει λυτρωτικά ήρωες και θεατές. Δημιουργεί ένα καθ’ όλα ανθρωποκεντρικό παραμύθι με πλούσιες αισθητικές αποχρώσεις , χωρίς γκρίζες απροσδιόριστες περιοχές. Ενώ δε του λείπουν τα περιττά διακοσμητικά στοιχεία, κατορθώνει μέσα από αυτά να προσδώσει στη δημιουργία του την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της και τελικά να επιβάλει ευχάριστα το ύφος της.

Μέσα από τις αντιθέσεις των δύο κόσμων έρχεται η σύνθεση μιας τρίτης διάστασης. Είναι το σύμπαν των έγκλειστων, όπου μπορούν να ακουστούν και να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς την αποστροφή ή δυσκολία που συνήθως προκαλούν ανάλογες θεματικές. Με μια “ατομικίστικη” και απόλυτα πειστική οπτική γωνία τοποθετεί την ηρωίδα του σε ψυχιατρική κλινική που λογικά αποδυναμώνει την ελευθερία της, για να πράξει ακριβώς το αντίθετο. Με κατευθυντήρια γραμμή την ιδιαιτερότητα των πρωταγωνιστών του, των οποίων οι ψυχικές διαταραχές είναι απλώς παραφωνίες των αντίστοιχων σοβαρών περιπτώσεων, επανασχεδιάζει την πραγματικότητα επιμηκύνοντας αισθητικά τα όρια του απεικονιζόμενου κινηματογραφικού πεδίου, καθώς ο φανταστικός κόσμος που δημιουργούν οι ήρωες του μας μεταφέρει συχνά έξω από την κλινική.

8

Ο Park συχνά πειραματίζεται με τον χωρικό περιορισμό για να εισάγει τα εκφραστικά, κινηματογραφικά και αισθητικά του στοιχεία κάνοντας πιο εύπλαστη τη δημιουργία του.

Δε φαίνεται να τον απασχολεί η αφηγηματική ενότητα, ούτε η αόρατη αφήγηση. Αντιθέτως, κάνει συνεχώς γνωστό στους θεατές πως παρακολουθούν ταινία. Τα “βίαια” τράβελινγκ της κάμερας, τα υποκειμενικά πλάνα, οι παράξενες γωνίες λήψεις, οι απευθείας αναφορές των ηρώων στην κάμερα, το μοντάζ του που γίνεται εκτός από αισθητικό και ιδεολογικό εκφραστικό μέσο, ένα παιχνίδι με το υπονοούμενο και το αυτονόητο, επιδιώκοντας τη δημιουργία ξεκάθαρων συσχετισμών που κατευθύνουν τον θεατή σε συνειρμούς και εύλογα συμπεράσματα, το βάθος πεδίου που επιτρέπει στους θεατές να γίνουν κοινωνοί στο “πάρτι” που εκτυλίσσεται σε ένα δεύτερο επίπεδο δράσης, αλλά και η ανάλαφρη διακόσμηση του περιβάλλοντος κάνει ακόμα πιο χαρισματικές τις εικόνες του. Ανοίγει πεδία στοχασμού και συγκίνησης και επενδύει σε μια ευχάριστη ρευστότητα με δικό της ρυθμό, εξασφαλίζοντας μέσα από τη ρήξη μια συνέχεια, μια σταθερά και μια συναισθηματική πυκνότητα που απομονώνει τους ήρωες σε ένα αποκλειστικά δικό τους ασφαλές παρόν, κάτω από τη γέφυρα ενός πολύχρωμου ουράνιου τόξου.

Το “I’m a cyborg but that’s ok” είναι τελικά μια γλυκιά δημιουργία γιατί σβήνει τις αντιστάσεις μας και μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως όλοι μας λίγο ή πολύ είμαστε cyborgs. But It’s ok.

Κέρδισε το Alfred Bauer Award στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 2007

About the author:
Has 24 Articles

Με εξειδίκευση στον κινηματογράφο από το μεταπτυχιακό τμήμα Πολιτιστικής Διαχείρησης του Παντείου Πανεπιστημίου , η Ελένη βρέθηκε στο χώρο της κριτικής το 2004 ως η βασική συνεργάτιδα ηλεκτρονικού Cine-περιοδικού. Παράλληλα με την ιδιότητα της αυτή, αρθρογραφούσε σε έντυπα πολιτιστικά ποικίλης ύλης. Γνωρίζει όσο λίγοι το ασιατικό σινεμά και ιδιαίτερα την κορεάτικη κουλτούρα. Είναι σύμβουλος τηλεοπτικού σταθμού της Θεσσαλονίκης για την έλευση - προώθηση και προβολή κορεατικών τηλεοπτικών σειρών για πρώτη φορά στην ελληνική τηλεόραση.Διαθέτει επίσης το δικό της blog http://asianmoviesanddrama.bravesites.com/

RELATED ARTICLES

Επικοινωνία
Γενικό e-mail επικοινωνίας screeneyefilm@gmail.com Για αποστολή δελτίων τύπου κινηματογραφικών εκδηλώσεων cine-events@screeneye.net
Εγγραφείτε στο Newsletter μας
Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας για να μαθένετε πρώτοι τα τελευταία νέα μας!

Back to Top