Ο Κήπος των Φίντσι Κοντίνι
Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
1970: Mόλις τέσσερα έτη προτού αφήσει τα εγκόσμια, ένας από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλισμού, ο Βιτόριο ντε Σίκα, ολοκληρώνει την ταινία «Ο Κήπος των Φίντσι Κοντίνι».
Μια ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασσάνι.
Ο ντε Σίκα μαζί με τον συνθέτη γιό του, τον Μανουέλ ντε Σίκα, δεν είδαν θετικά την προτροπή του παραγωγού Φαούστο Σαρασένι να αναλάβουν τη μεταφορά του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη και τον προέτρεψαν να απευθυνθεί στον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι ή στον Μάουρο Μπολονίνι.
Ο Βιτόριο ντε Σίκα, στις σπουδαίες ταινίες του «Κλέφτης Ποδηλάτων» , « Θαύμα στο Μιλάνο», « Umberto D.», καταπιάστηκε με την εργατική τάξη της Ιταλίας και θέτει στο προσκήνιο του, ιδίως ανδρικούς χαρακτήρες, μετά τον καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θεωρώντας ότι έκλεισε τον κύκλο των ανθρωποκεντρικών ταινιών γύρω από τα δεινά του πολέμου, ο ντε Σίκα ήθελε να αποφύγει την αναμόχλευση του θέματος , όπως επίσης και να θέσει στο επίκεντρο του, την ιταλική ελίτ.
Μα εν τέλει το έπραξε.
Η ταινία μπορεί να κέρδισε το Όσκαρ Ξενόγλωσσου Φιλμ , όμως ο ντε Σίκα είχε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο του συγγραφέα της ιστορίας, του Τζόρτζιο Μπασσάνι, ο οποίος αποκήρυξε την κινηματογραφική μεταφορά, κατηγορώντας τον Ντε Σίκα ότι παραστράτησε ουσιωδώς από το ίδιο το μυθιστόρημα, το οποίο ήταν και αυτοβιογραφικό.
Στον πυρήνα της ιστορίας, βρίσκονται δύο οικογένειες μεγαλοαστών, στην πόλη Φεράρα
- λίγο πριν το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι συνεργαστεί με το ναζιστικό του Χίτλερ- οικογένειες που τις συνέδεαν οι εβραϊκές ρίζες αλλά και ο παθιασμένος μονόπλευρος έρωτας του νεαρού Τζόρτζιο για την Μικόλ.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης, προσεγγίζει το θέμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του γαλλικού κινήματος της νουβέλ βαγκ, όπως επί παραδείγματι ήταν η ακατάσχετη φλυαρία των μεγαλοαστών ηρώων, που πονάνε εσωτερικά, που προβληματίζονται-καθώς παίζουν τένις επί της προκειμένης ταινίας- όπως επίσης και οι έρωτες των νέων που προκαλούν προσδοκία, καταλήγουν παρά ταύτα, ατελέσφοροι.
Ο ντε Σίκα χειρίζεται εξαιρετικά το αντικείμενο του πόθου, τη Γαλλίδα ηθοποιό Ντομινίκ Σαντά και τον πρωτάρη ερωτικά, τον Τζόρτζιο τον οποίο ερμηνεύει με έντονη συναισθηματική παρουσία, ο Λίνο Καπολίκιο , μα και τον φιλομουσολινικό πατέρα του ήρωα ( Ρομόλο Βάλι), όπου, αποκαλύπτει-εμμέσως πλην σαφώς-ότι ζηλεύει που ο γιος του ένιωσε το τι εστί έρωτας, τον ζηλεύει και για την επαναστατικότητά του.
Ο παράφορος και τραυματικός έρωτας του Τζόρτζιο για την Μικόλ, παρουσιάζεται από τον ντε Σίκα με μία ευρεία οπτική, που μπορεί να κατανοηθεί σε κάθε εποχή.
Στο τεχνικό μέρος, ο ντε Σίκα χρησιμοποιεί και ευρηματικούς τρόπους λήψης, όπως επί παραδείγματι την στιγμή που ο νεαρός ήρωας αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του ερωτά του, αλλά και παλαιομοδίτικες τεχνικές, όπως το ζουμ και τα flashbacks.
Αντιθέτως, το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο, διαχωρίζεται από την αισθητική της νουβέλ βαγκ και τροφοδοτεί μια διαφορετικού είδους πραγματικότητα, ότι στον πόλεμο οι τάξεις δεν διαχωρίζονται με την καταπληκτική σεκάνς, εντός του σχολείου, όπου οι ιταλικές αρχές μάζεψαν τους Εβραίους, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη, για να τους οδηγήσουν στην εξορία και στον αφανισμό.
“Ο Κήπος των Φίντσι Κοντίνι” από την Πέμπτη 28/4 στους κινηματογράφους. Ψηφιακή έκδοση